του Ιούλιου Πάνου Πτιμπέρ
Αρχές Αυγούστη
Ο Νίκος ανάρρωνε από μία ακόμα αποτυχημένη εμφύτευση
μαλλιών. Δύο εβδομάδες βαριάς αντιβίωσης είχαν εξασθενήσει τις ήδη ετοιμόρροπες
αντοχές του˙ κι αν η τακτική κατάποση διαγούρτης έσωνε όπως-όπως τη χλωρίδα του
εντέρου του, το θρυμμάτισμα της ψυχής προχωρούσε ακάθεκτο. Χτες σαραντάρισε μα
μόνο η μητέρα του θυμήθηκε τα γενέθλιά του.
Κρίμα. Και τρίμμα. Τρίμμα ψυχής, μα κυρίως τρίμμα από
νέο-εγκατεστημένες μα ήδη νεκρές τρίχες. Αποκόλληση κόμης˙ σβόλοι μαλλιού στο
πάτωμα˙ επιπλέον αραίωση. Μια πληγωμένη φαλάκρα και κανένα πλάνο για διακοπές.
Έτσι έμπαινε ο Αυγούστης.
«Θα πάω
διακοπές, έστω και μόνος μου!» ανακοίνωσε με τόλμη στον εαυτό του. «Κάπου θα χωθώ,
καλά θα τα περάσω. Από το να κάτσω Αθήνα, καλύτερα θα΄ ναι».
Γκαράζ ν. 5
Έξι του Αυγούστη επιβιβαζόταν εποχούμενος στο Blue Star Patmos με
προορισμό την Ανάφη. Η Ανάφη επιλέχτηκε ως fun προορισμός, με πιθανότητες εύρεσης
γνωστών και, ο θεός αν το ήθελε, κάποιας κοπέλας. Και νάτος τώρα που εισέρχεται
με το βαρυφορτωμένο Yaris του στο αποπνικτικό αμπάρι.
Ούτε λίγο δεν περίμενε η κακή του τύχη. Τον έπιασε λάστιχο
καθώς ανέβαινε την εσωτερική ράμπα προς το γκαράζ νούμερο 5. Αγχωμένος, τράβηξε
χειρόφρενο, αφήνοντας τον Ασπρή (έτσι έλεγε το αμάξι του επειδή ήταν άσπρο) να
φράζει τη διέλευση των υπόλοιπων οχημάτων την ώρα της πλέον πυρετώδους φόρτωσης
του πλοίου.
Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ για να βγάλει τη
ρεζέρβα, η οποία ήταν κάτω απ’ όλα τα πράγματα, σε ένα πορτ-μπαγκάζ εμμονικά
τακτοποιημένο ως πάνω με προμήθειες και εξοπλισμό για ένα μήνα ελεύθερου
κάμπινγκ. Μάλιστα, πολλά πράγματα, όπως μαξιλάρια, σερβίτσια, στρώματα, κτλ. τα
είχε πάρει διπλά για την περίπτωση που ζευγάρωνε. Με σπασμωδικές κινήσεις όλα
πετάχτηκαν έξω, πάνω στη λιγδερή ράμπα.
Η ζέστη ήταν αποπνικτική, το καυσαέριο από τα δεκάδες
αυτοκίνητα που πλέον κάνανε ουρά έφραζε τους πόρους του. Αρκετοί κόρναραν, ένας
φώναξε: «Γιατί τον παίζεις έτσι ρε μαλάκα; Κούνα!», ένας άλλος: «Γαμήσου!
Προχώρα!»
Ο πανικός του Νίκου εντάθηκε και με μία αδέξια κίνηση γύρισε
ανάποδα αδειάζοντας στην κατηφορική ράμπα την μπλε τσάντα ΙΚΕΑ που περιείχε
ανοιχτό το νεσεσέρ του, πετσετάκια προσώπου (δεν τα αποχωριζόταν ούτε στο
κάμπινγκ) τα κουζινικά και ένα επίσης ανοιχτό τάπερ με κεφτέδες της μάνας του.
Οι κεφτέδες τσούλησαν στην κατηφόρα, προς την κατεύθυνση των υβριστών του, οι
οποίοι εν τω μεταξύ είχαν πληθύνει. Ξεσπώντας απότομα, ο Νίκος ούρλιαξε: «Σκάστε
επιτέλους!»
Δύο δεκαεννιάχρονοι Κρητικοί πετάχτηκαν από το πρώτο αμάξι,
που πρωτοστατούσε στα κορναρίσματα. Ξυρισμένοι γουλί και με μουστάκι και οι δύο,
με προορισμό την Πάρο, όπως έγραφε το χαρτάκι στους υαλοκαθαριστήρες, του ζήτησαν αγριεμένα το λόγο. Ο Νίκος
λούφαξε. Με τρεμάμενο φυλλοκάρδι και νεύρα, ιδρώνοντας μες το καυσαέριο, τα
κορναρίσματα και τις προσβολές που δεν σταματούσαν, άλλαξε το λάστιχο όσο πιο
γρήγορα μπορούσε.
Όταν τέλειωσε και έβαλε όπως-όπως τα πράγματα πίσω στο πορτ-μπαγκάζ,
είδε ότι η μπλούζα του ήταν λερωμένη με γράσο. Στο καράβι φορούσε πάντα την
αγαπημένη του μπλούζα καθώς θεωρούσε καθοριστική την πρώτη εντύπωση που θα
έκανε σε μία υποθετική συνταξιδιώτισσα. Τώρα θα έπρεπε να βάλει τη δεύτερη
αγαπημένη του μπλούζα, μα αυτή βρισκόταν στον πάτο της βαλίτσας η οποία
βρισκόταν τώρα κάτω από όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Καθώς τα κορναρίσματα
πύκνωναν, ένα μισογεμάτο μπουκαλάκι νερό εκσφενδονίστηκε πετυχαίνοντας τον στο
στόμα και τα δόντια. Έπνιξε ένα λυγμό, μπήκε στο αμάξι και προχώρησε. Ο
μάγκικος, κοφτός τόνος του παρκαδόρου ναυτικού που έδινε οδηγίες εξάλειψε τα όσα
ψήγματα αξιοπρέπειας είχαν επιζήσει μέσα του.
Το ταξίδι ξεκινά
Στο σαλόνι του καραβιού όλες οι διαθέσιμες θέσεις ήταν
φυσικά πιασμένες, δεν ήταν δηλαδή διαθέσιμες. Επίσης έκανε πολύ κρύο λόγω του υπερβολικού
κλιματισμού και αυτός φορούσε μόνο το μουτζουρωμένο κοντομάνικό του. Δεν
γινόταν και να πάει πίσω στο αμπάρι και να ανοίξει το πορτ-μπαγκάζ για να πάρει
το φούτερ του, έτσι που είχε κολλήσει το αμάξι του στο πίσω αμάξι υπό τις
πιεστικές οδηγίες του μαγκίτη παρκαδόρου. Στο μυαλό του τώρα δικαιολογούσε την
κατάστασή του, κάπως αδύναμα, λέγοντας ότι η μουτζουρωμένη μπλούζα είναι λίγο
μαγκιά, ίσως και sexy.
Η ψευδαίσθηση όμως αυτή διαλύθηκε μονομιάς καθώς ένοιωσε
αμέσως τα υποτιμητικά βλέμματα των επιβατών, που δεν προσπαθούσαν να κρύψουν
την αποδοκιμασία τους, και έκανε τρεις φορές το γύρο του καραβιού, την κάθε
φορά νοιώθοντας μεγαλύτερο κόμπλεξ από την προηγούμενη. Για μία στιγμή, η τύχη
φάνηκε να του χαμογελά. Ένα άδειο τραπεζάκι στα Goody’s! Έτρεξε αναξιοπρεπώς, σπρώχνοντας ένα μικρό παιδί, και το
πρόλαβε.
Καθήμενος ηρέμησε λίγο, μα σύντομα πείνασε. Άφησε λοιπόν τα
πράγματά του σε μία από τις τέσσερεις καρέκλες του τραπεζιού και πήγε στο
ταμείο. Επιστρέφοντας με το δισκάκι του (το οποίο περιείχε ένα golden και
ένα green - ό, τι
θυμόταν δηλαδή από τα νεανικά του χρόνια∙ το club ήταν κάποτε το αγαπημένο του, μα δεν
είχε ξαναπάρει από τότε που ο Κάλλιος, ο μάγκας του γυμνασίου, τον είχε βάλει
να φάει το κάθε τεταρτημόριο με μία μπουκιά, ενόσω οι συμμαθητές του, με πρώτη και
καλύτερη την Πέπη με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος, γέλαγαν και του πέταγαν
πατάτες, κατά τη σαββατοβραδιάτικη τους έξοδο στα Goody’s Χολαργού, που είχαν μόλις ανοίξει στη θέση του συνοικιακού
μπεργκεράδικου Beef,
πεσμένο οχυρό μιας αθώας και ασφαλούς εποχής, όταν έβγαινε με τους γονείς του),
επιστρέφοντας λοιπόν με το δισκάκι του, βρήκε τους δύο δεκαννιάχρονους τραμπούκους
απ’ το γκαράζ να κάθονται στο τραπέζι του.
Προς στιγμή σάστισε και αμφιταλαντεύτηκε, μην ξέροντας τι να
κάνει. Θεωρώντας όμως την παραίτηση απ’ το τραπέζι του πράξη ατιμωτική ακόμα
και για αυτόν τον ίδιο, και βλέποντας πως δεν υπήρχε άλλο ελεύθερο τραπέζι,
αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη κατά μέτωπο. Κάθισε λοιπόν στη θέση του.
Εκείνοι σταμάτησαν την κουβέντα τους και άρχισαν να χασκογελάνε.
«Γεια σας παίδες, κομπλέ, χωράμε όλοι» είπε ο Νίκος.
Εκείνοι γέλασαν. «Τι λέει;» κατάφερε να αρθρώσει μέσα από τα
γέλια του ο ένας.
Πικρά κατέβαιναν οι πατάτες, πικρό και το μπέργκερ˙ κάθε
μπουκιά ένας μικρός αγώνας. Ένοιωθε πως απ’ τα διπλανά τραπέζια τον κοιτούσαν,
τον λυπούνταν και τον κορόιδευαν. Το καλαμάκι του είχε μια μικρή τρύπα,
αναγκάζοντάς τον να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρνει παρατεταμένες,
ηχηρές μα αναποτελεσματικές ρουφηξιές. Ωστόσο πάλι καλά σκεφτόταν, όσο έτρωγε
είχε κάτι να κάνει. Είχε κάπου να κοιτάει.
Όταν κατάπιε και την τελευταία μαρτυρική μπουκιά,
συνειδητοποίησε ότι και οι δύο είχαν σταματήσει να γελάνε και είχαν τα μάτια
τους καρφωμένα πάνω του. «Φίλε εντάξει με το λάστιχο;» είπε ο ένας και
ξανασκάσανε αμέσως στα γέλια.
«Ναι, μια χαρά, εγώ θα πάω τώρα να την πέσω» είπε ο Νίκος,
αν και δεν ακούστηκε μέσα στα γέλια.
«Φίλε σε ποιο νησί κατεβαίνεις;» ρώτησε ο πιο ψηλός από
αυτούς.
«Ε…στην Ανάφη» είπε ο Νίκος που είχε κιόλας μισοσηκωθεί.
«Μην αγχώνεσαι, κάτσε να μας πεις για την Ανάφη» είπε ένας
άλλος. «Ωραία μπλούζα».
«Ευχαριστώ» ψέλλισε ο Νίκος και αμήχανα ξανακάθισε, για να
τον διακόψουν πάλι αμέσως:
«Ανάφη είναι που είναι όλοι με τις μαλαπέρδες έξω ρε! Ψηλέ
την πετάς και συ έξω τη μαλαπέρδα σου;»
«Τα λέμε μάγκες» είπε μαζεύοντας τις δυνάμεις του ο Νίκος.
«Τα λέμε βλάκα» είπε ο ψηλός και του πέταξε μια πατάτα. Και
αυτή, τον βρήκε στο στόμα.
Κατακόκκινος, πετάχτηκε τρέμοντας από την καρέκλα του,
χτυπώντας άσχημα το μπούτι του στη γωνία του τραπεζιού. Κατάπιε όμως τον πόνο
του και απομακρύνθηκε, σφίγγοντας τα δόντια και κουτσαίνοντας όσο το δυνατόν
λιγότερο.
Είχε ήδη μπει στην αίθουσα με τις αεροπορικές θέσεις, όταν
άξαφνα διασταυρώθηκε με μία απίστευτα sexy κοπέλα. Τόσο ξαφνική και απρόσμενη
ήταν η εμφάνισή της, που ο Νίκος για μια στιγμή ξέχασε όλες τις ταπεινώσεις,
καθώς για μια στιγμή ξέχασε τα πάντα. Γύρισε να την δει και από πίσω. Η θέα του
φανταστικού πεταχτού κώλου της τον αποτελείωσε. Στοιχειωμένος, ένοιωσε το
αγκάλιασμα της Στενοχώριας, εκείνης της μέγγενης της ψυχής, της μητέρας τόσης
μέτριας τέχνης.
Σκέφτηκε να την ακολουθήσει, όμως το πόδι του τον πέθαινε
και έπρεπε λίγο να κάτσει. «Θα την βρω σε λίγο» σκέφτηκε καθώς σωριαζόταν σε
μία τριάδα άδειων καθισμάτων. Μην έχοντας όμως πανωφόρι, δεν άντεξε για πολύ το
κρύο από τον κλιματισμό. Με το που υποχώρησε η μεγάλη σουβλιά, ξεδίπλωσε το
γύρισμα της βερμούδας για να κρύψει την μελανιά και σηκώθηκε.
Περιπλανήθηκε στους εσωτερικούς χώρους του καραβιού. Η
κοπέλα πουθενά. Απεναντίας άλλαξε δυο φορές δρόμο για να μην πέσει πάνω στους δύο
νταήδες που όλο μπροστά του βρίσκονταν. Εκείνοι από μακριά αντιλαμβάνονταν την
κοτιά του και το διασκέδαζαν με σφυρίγματα και χειρονομίες.
Ούτε έξω την πέτυχε πουθενά. Έκανε δύο φορές τον γύρο των
εξωτερικών καταστρωμάτων δίχως αποτέλεσμα - την δεύτερη φορά ένοιωθε πώς όλοι
τον είχαν δει να περνάει την πρώτη και τώρα λέγανε: «ρε τον γελοίο, να’ τος
πάλι». Ένα σκυλί του γάβγισε˙ άνοιξε βήμα τρομαγμένος, και συνειδητοποίησε ότι
χέζεται.
WC
Του πήρε κάμποση ώρα, ώρα που δεν είχε, να βρει την
τουαλέτα. Όταν τα κατάφερε, ακολουθώντας τις οδηγίες ενός μούτσου, και πήγε να
ανοίξει την πολυπόθητη πόρτα, του τη βγήκε ξαφνικά μπροστά ένας εύσωμος χίπης
με man-bun και τραγίσιο γενάκι, που
σκουντώντας τον και μιλώντας δυνατά στο κινητό του μπήκε πρώτος στην τουαλέτα,
προσποιούμενος ότι δεν τον είχε δει - πράγμα αδύνατο.
Πρόλαβε έτσι και τη μοναδική διαθέσιμη τουαλέτα (η δεύτερη
ήταν εκτός λειτουργίας), αναγκάζοντας το Νίκο να περιμένει διπλωμένος, δίπλα
στους νιπτήρες, ακούγοντάς τον να καθυστερεί χαρακτηριστικά την έναρξη της
ούρησης καθώς φλυαρούσε με επηρμένη φωνή για ζητήματα μηδέν και ψυχογραφήματα
της πεντάρας στο τηλέφωνο: «…φίλε θεωρητικά δίκιο έχει η γκόμενα. Στην πράξη
όμως στον πούτσο σου. Ανασφάλειες είναι αυτά ρε φίλε, και προβολές. Η γκόμενα μαν
δεν έχει βρει το κέντρο της…».
Τέσσερα λεπτά -που μοιάσανε με τέσσερεις ώρες- αργότερα, το
παιδοβούβαλο βγήκε από την τουαλέτα, δίχως να τραβήξει καζανάκι, ακόμα μιλώντας
στο τηλέφωνο. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό του Νίκου, και καθώς έλεγε τη
φράση «πούτσο και ξύλο» στο τηλέφωνο, του έκλεισε το μάτι. Μπαίνοντας τελικά
στην τουαλέτα ο Νίκος αντίκρυσε μία κατακατουρημένη κουλούρα και την πλήρη
έλλειψη χαρτιού υγείας. Οργή και αηδία τον κυρίευσαν. Ωστόσο το πράγμα δεν
έπαιρνε αναβολή, «έχει ο θεός» σκέφτηκε και ενεργήθηκε σαν σε τούρκικη.
Όταν τέλειωσε, άκουσε το χώρο και είχε την εντύπωση πως δεν
υπήρχε κανείς άλλος έξω στους νιπτήρες˙ έτσι, με κατεβασμένα τα παντελόνια, ασκούπιστος,
άνοιξε δειλά την πόρτα και αποτόλμησε με ένα σάλτο, που λίγο έλειψε να τον
γκρεμίσει, να προσεγγίσει το νιπτήρα για να πλύνει όρθιος τον κώλο του. Έπεσε
όμως πάνω σε ένα δωδεκάχρονο αγόρι, το οποίο ούρλιαξε ξαφνιασμένο και βγήκε
τρέχοντας. «Μαλακία παίχτηκε» σκέφτηκε ο Νίκος, όμως το πλύσιμο έπρεπε να
γίνει. Η βρύση άνοιξε και οι χούφτες του κατηύθυναν με αστραπιαία ταχύτητα αλλά
περιορισμένη ακρίβεια το νερό στην επίμαχη περιοχή∙ το πάτωμα και το κατεβασμένο
παντελόνι μουσκεύτηκαν, η καρδιά χτυπούσε γρήγορα, και πάνω που νόμισε πως τα
κατάφερε, τη στιγμή που έτριβε για τελευταία φορά τον κώλο του, η πόρτα ανοίγει
και...
Είναι ένας από τους δεκαννιάχρονους Κρητικούς! Ο νταής
κοκκάλωσε, πέταξε ένα «ω να σου γαμήσω» και βγήκε βροντώντας την πόρτα.
Γελώντας, άρχισε αμέσως να διηγείται φωνάζοντας τι είχε συμβεί σε άγνωστους που
σταματούσε απ’ έξω. Ο Νίκος ανέβασε τα παντελόνια του και έπλυνε βιαστικά τα
χέρια του. Δεν είχε κουράγιο να αντικρύσει τον όχλο και το μόνο που μπορούσε να
κάνει ήταν να περιμένει μέσα στην τουαλέτα. Δέκα λεπτά αργότερα, όταν πήρε
θάρρος ότι δεν ήταν κανείς πια απ’ έξω, ξεμύτισε.
Ένα πολλά υποσχόμενο δείπνο
Έπειτα από αυτή τη δοκιμασία, η τύχη φάνηκε να του χαμογελά.
Μόλις το μάτι του πήρε μια ηλικιωμένη Γαλλίδα τουρίστρια να σηκώνεται από έναν
καναπέ, έτρεξε αναξιοπρεπώς, σπρώχνοντας την αγουροξυπνημένη γριά, και ξάπλωσε.
Κοιμήθηκε έτσι μερικές ώρες. Σαν σε καλό όνειρο, τον ξύπνησε μία όμορφη γυναικεία
φωνή, που από τα μεγάφωνα ανακοίνωνε ότι το εστιατόριο self-service ήταν τώρα ανοιχτό. Δείπνησε
γιουβέτσι με γλυκό τυρί πλάι στο φινιστρίνι.
Προσωρινά η καρδιά του ευφράνθηκε. Απέκτησε έτσι εκείνο το
ύφος που όσοι τον ήξεραν έλεγαν ότι είναι το γοητευτικό του˙ φαινόταν να
ονειροπολεί, παρ’ ότι στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν απολύτως τίποτα (ή
σκεφτόταν πόση ώρα μένει μέχρι να ξαναφάει για βράδυ), κι ο ρεμβασμός χάριζε
μια γλυκύτητα στο πρόσωπό του, που υπό συγκεκριμένη γωνία και φωτισμό θα
μπορούσε να θεωρηθεί έως και όμορφο.
Κοιτούσε λοιπόν συγκεχυμένα προς μία κατεύθυνση, χωρίς να
βλέπει τίποτα. Όταν η συνείδηση του επανήλθε στο τώρα και το βλέμμα εστίασε,
κατάλαβε ότι είχε απέναντί του μία πανέμορφη κοπέλα, σίγουρα ξένη και
πιθανότατα Σκανδιναβή, η οποία μάλιστα του ανταπέδιδε το βλέμμα χαμογελώντας.
Ω θεοί της ανατροπής, απέραντη η δύναμή σας για ευτυχία καταμεσής
της συμφοράς! Ένα παραδεισένιο σφίξιμο του έζωσε το στομάχι, ένα φωτεινό
χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, ομορφαίνοντάς το περισσότερο. Δεν ήταν
ιδέα του˙ η κοπέλα όντως του χαμογελούσε!
Το δέντρο του μέλλοντος άνθισε μονομιάς με τα εξαίσια άνθη
πολύχρωμων πιθανοτήτων. Ταξίδευε μόνη. Του έγνευσε ένα γλυκό και ντροπαλό
«γεια» με ένα βλέμμα μέσα στο οποίο ο Νίκος, εν ριπή οφθαλμού, διάβασε: σεξ
αμέσως˙ ολονύχτιες αγκαλιές και χαχανητά κάτω από έναστρους ουρανούς σε
παραλίες και beach bar˙
νυχτερινά πλατσουρίσματα σε μαγικά μαύρα νερά˙ αδέλφωμα ψυχών, κατανόηση και
παντοτινή αγάπη˙ μία ευτυχισμένη πολυμελή οικογένεια˙ και, γιατί όχι, αθανασία.
Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή από τα μεγάφωνα μία φρικτή
πρίμα γυναικεία φωνή ανακοίνωσε, εν μέσω παρασίτων, την άφιξη στο λιμάνι της
Νάξου. Μόλις η ανακοίνωση επαναλήφθηκε στα αγγλικά, η κοπέλα έπιασε την βαλίτσα
της, σηκώθηκε και έφυγε.
Το αναλογούν επιδόρπιο
Και καθώς σηκώθηκε, φανερώθηκε το ζευγάρι που καθόταν στο
πίσω τραπέζι. Ήταν η sexy κοπέλα, ο αρχικός του έρωτας! Αυτό το μελαχρινό αθλητικό
κορίτσι με τα γατίσια μάτια, αυτή η γυναίκα-Θεριστής. Χασκογελούσε και πείραζε
τα μαλλιά της συνεπαρμένη από τα λόγια του συνομιλητή της, ο οποίος ήταν…για να
δω καλύτερα…έ όχι…ο μαλάκας ο χίπης από την τουαλέτα!
Ω θεοί της απελπισίας! Απέραντη η δύναμή σας για σκληρότητα!
Στην άδεια του καρδιά ήρθε τώρα και εγκαταστάθηκε ένα σκατένιο σφίξιμο που
έφτανε μέχρι το στομάχι. Την ήξερε άραγε από πριν; Ή έκανε το γλοιώδες του κονέ
στο πλοίο; Τι σημασία έχει…αίσχος και θλίψη. Ας τους παρατηρήσω καλύτερα…
Μαρκ
Μα ένας ψηλέας ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά του,
κόβοντάς του ολότελα τη θέα προς το ανίερο ζευγάρι. Κρατούσε ένα δίσκο με μουσακά
και πατάτες τηγανιτές και έψαχνε κάπου να καθίσει. Ήταν πραγματικά ψηλός, κοντά δύο μέτρα,
κοκκινοτρίχης με φακίδες και ολόλευκο δέρμα, γυμνασμένος και ντυμένος με
καινούρια ακριβά αθλητικά ρούχα, σαν περήφανος εκπρόσωπος ενός παντελώς αδιάφορου
ανθρωπότυπου. Παρατηρώντας τον, θέλοντας και μη, το μάτι του Νίκου έπεσε πάνω στο
φουτουριστικό προσθετικό του πόδι, έναν εξεζητημένο μεταλλικό ρομποτικό
μηχανισμό, ο οποίος κατέληγε σε ένα φωσφορίζον υπέρ-τεχνικό Nike για τρέξιμο
στο βουνό, νούμερο 49.
Διαγώνια στο θώρακά του είχε περασμένο ένα υβριδικό σακίδιο,
στο οποίο δέσποζε μία κονκάρδα με την επιγραφή US Army Veteran. Έτσι είναι λοιπόν σήμερα οι βετεράνοι, συλλογίστηκε
ο Νίκος.
Ο γίγαντας γύρισε το φαρδύ του μέτωπο που το σκίαζε ένα
τζόκεϋ, κοίταξε το Νίκο στα μάτια και τον ρώτησε: “May I sit here please?”, ερώτημα στο οποίο ο
Νίκος δε μπόρεσε παρά να ψευδίσει αιφνιδιασμένος “yes”. Ο γίγαντας κάθισε αντικριστά του,
κρύβοντάς του ολότελα την κοπέλα.
Έτσι που το κάδρο του Νίκου τώρα αποτελούταν από: τη φάτσα
του υπερφυσικού βετεράνου σε πρώτο πλάνο, να μασουλάει και να του ρίχνει
κλεφτές ματιές που επιζητούσαν γνωριμία˙ και στο βάθος, τον χίπη να θριαμβεύει,
διηγούμενος ένας-θεός-ξέρει-τι αηδίες στην αόρατη κοπέλα.
Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Αμερικανός του έπιασε την
κουβέντα.
”Hello, are
you from Greece?”
“Yes,
Athens”
“Oh very
nice, the Pantheon…”
“Yes, it’s
good, and you?”
“The States”
Η συζήτηση κάπου εκεί έκανε την πρώτη της κοιλιά, και ο
Νίκος προσπάθησε να επικεντρωθεί στα τεκταινόμενα στο πίσω τραπέζι, μονάχα για
να τον διακόψει αμέσως ο Αμερικανός.
“So, what’s
your name? I’m Marc”
“I’m Nikolaos” απάντησε κοφτά ο
Νίκος, που διέκρινε κινητικότητα στο επίμαχο τραπέζι.
“So, where
are you off to?” συνέχισε αλύπητα ο
Μαρκ.
“Anafi”
“Oh, that’s
great, that’s where I’m headed too! Do you have a car?” είπε με την ευθύτητα
που χαρακτηρίζει το λαό του.
Ο Νίκος ζορίστηκε, βλέποντας προς τα που πάει η δουλειά. Πώς
όμως να πει ψέματα σε έναν ανάπηρο; Επιπλέον θα ήταν χειρότερο να έλεγε όχι,
και μετά να τον πετύχαινε συνέχεια με το
αμάξι του στην Ανάφη.
Εξαναγκάστηκε λοιπόν σε ένα άπνοο “Yes” .
“So, you’re
headed to the hippie beach, Rokonos?” συνέχισε αμείλικτα ο ψηλός.
Με τη φωνή μετά βίας να βγαίνει απ’ το στόμα του, ο Νίκος
εξέπνευσε ένα ακόμα “yes”.
“Cool! So
you can give me a ride” συμπέρανε χαρούμενα ο
βετεράνος.
Ο Νίκος έγνευσε καταφατικά (φωνή πια δεν έβγαινε). Εκείνη τη
στιγμή το ζεύγος σηκώθηκε, εκείνη επιτέλους φανερώθηκε μαζί με τον απίστευτο
κώλο της, και βγήκε αγκαζέ με το χίπη από το self-service χαχανίζοντας.
Νυχτερινό ταξίδι
Ο Νίκος πετάχτηκε για να τους ακολουθήσει, κοντοστάθηκε όμως
γιατί έπρεπε να κανονίσει με τον Μαρκ που και πώς θα τον μαζέψει, έξω από το
καράβι, μόλις φτάσουνε. Εξαιτίας αυτής της μικρής καθυστέρησης, έχασε το ζεύγος
από τα μάτια του.
Έτσι περιπλανήθηκε άλλα είκοσι λεπτά, για να τους εντοπίσει
τελικά καθισμένους σε μία έρημη γωνία του ανώτερου καταστρώματος, να πίνουν ένα
μπάφο ατενίζοντας τις ασημένιες ανταύγειες του φεγγαριού πάνω στη μαύρη θάλασσα.
Σε όλο το πάνω το κατάστρωμα δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος. Μουδιασμένος, περπάτησε
στις μύτες των ποδιών και στάθηκε αθόρυβα από πίσω τους.
«…και κάθονται όλοι στα κουτάκια τους, και πάνε στις
δουλίτσες τους, και μετά πεθαίνουν! Κοιτάτε ρε ζώα το φεγγάρι, μυρίστε ένα
λουλούδι, μιλήστε σε ένα παιδί, ίσως μάθετε κάτι!»…άκουσε το χίπη να λέει. «Ισχύει»
συμφώνησε η κοπέλα. «Αυτό δεν την τιμάει» σκέφτηκε ο Νίκος, «δεν πειράζει
όμως». Προσπάθησε να κάνει απόλυτη ησυχία, και σχεδόν κράτησε την αναπνοή του
για να μπορέσει να ακούσει κι άλλα.
Όμως αυτοί γύρισαν και τον είδαν, κι ο Νίκος αμέσως σκέφτηκε
ότι θα τον νομίζουν για ασφαλίτη («προβολή» δικών του κολλημάτων από την εποχή
που έπινε μπάφους σε παρκάκια ως μαθητής λυκείου) και έτσι, για ακόμη μία φορά ντροπιασμένος
και ηττημένος, γύρισε γρήγορα και άρχισε να περπατάει, απαντώντας τάχα σε μία
κλήση στο κινητό του: «Έλα ρε, τι λέει…» είπε στον φανταστικό συνομιλητή του. Για
κακή του όμως τύχη, εκείνη την ώρα ήρθε ένα μήνυμα (από την Cosmote), το διαπεραστικό κουδούνισμα
του οποίου σχεδόν του τρύπησε το τύμπανο. Κατέβηκε τα σκαλιά όπως όπως, έχοντας
ακόμα το τηλέφωνο στο αυτί του και κάνοντας γκριμάτσες συνομιλίας.
Εν τέλει το «έκλεισε», περιπλανήθηκε, και τελικά σταμάτησε
στο κυλικείο. Ήπιε ένα Μίλκο καθώς του γυάλισε η νέα συσκευασία (είχε να πιει
Μίλκο από 20 χρονών) και αποκοιμήθηκε εξαιρετικά άβολα σε μία πλαστική καρέκλα.
Στις 3.30 το πρωί πετάχτηκε, πιασμένος, από τη φρικτή πρίμα γυναικεία φωνή που
ανακοίνωνε την άφιξη στην Ανάφη. Κατέβηκε τρέχοντας στο αμπάρι ν. 5, μπήκε στο
αμάξι του από τους πρώτους, και βγήκε στο νησί τελευταίος, πίσω από δύο
βυτιοφόρα.
Ανάφη
Παρά το κομφούζιο της αποβίβασης, ξεχώρισε αμέσως τον Μαρκ.
Πανύψηλος μέσα στη φωσφορίζουσα ζακέτα του, συνομιλούσε με έναν μαύρο νάνο που
καθόταν πάνω σε μία τεράστια, σκληρή καρό βαλίτσα.
Μόλις ο Νίκος σταμάτησε με αλάρμ δίπλα τους, ο Αμερικανός είπε:
“Hey, that’s Gordon, my new boat pal.
He’s from London. Can we give him
a ride to Rokonas?”
Έρμαιο ξανά των εξελίξεων (πώς να αρνηθώ σε έναν…είναι και…), βρέθηκε να τακτοποιεί τα μπαγκάζια
των τουριστών στα πίσω καθίσματα του Ασπρή, μιας και το πορτ-μπαγκάζ ήταν ήδη γεμάτο
με τα δικά του πράγματα, τα οποία καταλάμβαναν και σημαντικό μέρος των πίσω
καθισμάτων, έτσι που με τους δύο τουρίστες και τα πράματά τους όλο το αυτοκίνητο
γέμισε πλέον ασφυκτικά.
Δεν είχαν προλάβει να προχωρήσουν δεκαπέντε μέτρα, όταν στην
άκρη του δρόμου, αντίκρυσε εκείνη, μόνη,
να κάνει οτοστόπ (τέτοια γκόμενα και ο χίπης την άφησε να πάει μόνη της.
Έτσι όμως θέλουν αυτές. Ξέρουν αυτοί. Αλίμονο σε μας. Σε μένα). Τα γατίσια
μάτια της διασταυρώθηκαν με τα δικά του. Αυτός μόρφασε, σχηματίζοντας στη φάτσα
του τη λέξη «δυστυχώς…», και σε αυτό το «δυστυχώς» χώρεσε όλη η πίκρα του
κόσμου, αφού δεν χωρούσε εκείνη. Μέσα του λύσσαγε∙ τόσα διπλά σετ είχε προνοήσει
να πάρει για ένα ενδεχόμενο ζευγάρωμα και τώρα που παρουσιαζόταν η μητέρα των ευκαιριών,
δύο τυχαίοι θλιβεροί τύποι του έκλειναν το δρόμο.
“Wow,
that girl was hot!” ακούστηκε πνιχτά μέσα
από τα μπαγκάζια στο πίσω κάθισμα η φωνή του Gordon, σε άψογη Λονδρέζικη προφορά.
“You fuckin’
bet she was!” συμπλήρωσε
ενθουσιασμένος στα αμερικανικά ο Μαρκ.
“Are you crying mate?”
είπε ο Gordon, που διέκρινε
μέσα από τον καθρέφτη ένα δάκρυ στο μάγουλο του Νίκου.
Εκείνος δεν απάντησε και άρχισε να οδηγεί σαν τρελός. Πέντε
λεπτά φρενήρους οδήγησης στις στροφές και τρεις τυφλές προσπεράσεις αργότερα,
το αμάξι έστριβε στο χωματόδρομο του Ρούκουνα. Σταμάτησε μέσα σε ένα σύννεφο
σκόνης στο πάρκινγκ πίσω από την ταβέρνα. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη, η ώρα 4.10,
σκοτάδι πίσσα.
Οι τουρίστες βγήκαν από το αμάξι χλωμοί, αμίλητοι και
τρομαγμένοι˙ ευχαρίστησαν αμήχανα το Νίκο, φορτώθηκαν τις τσάντες τους, άναψαν
τους φακούς τους και άρχισαν να κατηφορίζουν προς την παραλία.
Ο Νίκος ένοιωσε άσχημα. Δεν φταίγανε αυτοί για τη μόνιμη
ατυχία και δυστυχία του. Πλημμύρισε με ενοχές. Τους πρόλαβε και τους πρότεινε
να αράξουν όλοι μαζί στα τραπέζια της κλειστής ταβέρνας και να μοιραστούν ένα
μπουκάλι τσίπουρο που είχε μαζί του. Έτσι κι αλλιώς, τους εξήγησε, δεν
μπορούσαν να στήσουν μέσα στο σκοτάδι, και επιπλέον τους άξιζε ένα καλωσόρισμα.
Διάολε, πρώτη μέρα διακοπών!
Το μποστάνι μπροστά από την ταβέρνα μύριζε όμορφα μες τη
σιγαλιά της θερινής νύχτας, και ένα απαλό αεράκι μετέφερε τη γλυκιά αίσθηση πώς
όλα είναι θέση τους και όλα είναι καλά. Ήχος από γρύλλους, και πιο μακριά, πέρα
από τα ηλιοτρόπια που λικνίζονταν στο νυχτερινό αεράκι, τα κύματα της θάλασσας.
Μία αγνή αισιοδοξία γέμισε τα πνευμόνια: αγαλλίαση. Οι κακοτοπιές της
καθημερινότητας φάνταζαν μακρινές και ανεξήγητες.
Ήπιαν το τσίπουρο και μέχρι να χαράξει είχαν μιλήσει και οι
τρεις για τις ζωές τους.
Συστάσεις
Ο Gordon μίλησε για το πώς ήταν να μεγαλώνει στη Τζαμαϊκανή κοινότητα
του ανατολικού Λονδίνου στα 80ς˙ για τους γονείς του, μετανάστες πρώτης γενιάς˙
για το ξύλο που έτρωγε από τον πατέρα του˙ για τις κοροϊδίες και το ξύλο που
έτρωγε από τα παιδιά της γειτονιάς˙ για το ξύλο που τρώγανε όλοι μαζί από την
αστυνομία˙ για την αγάπη του για τους Specials και τον Benny Hill˙ και για τον αγώνα του,
μέσω επίπονης μελέτης, ν’ αφήσει πίσω του το γκέτο και να περάσει στο τμήμα Media του
πανεπιστημίου για να σπουδάσει δημοσιογραφία που ήταν το όνειρό του˙ για το
επίτευγμά του να αλλάξει την προφορά του από Τζαμαϊκανή σε Λονδρέζικη και μαζί
με αυτήν, τη ζωή του. Κατάφερε έτσι να γίνει ο κύριος του εαυτού του στο
δωμάτιό του, καθώς συνέχιζε να ζει στο πατρικό του, μιας και η περιστασιακή
αρθρογραφία στην τοπική εφημερίδα δεν του εξασφάλιζε τα προς το ζην.
Ο Μαρκ μίλησε για τη ζωή στο τροχόσπιτο στην Πενσυλβάνια˙
για την αγάπη του για τον Doc Watson
και την μπέρμπον˙ για την παρακμή της βιοτεχνίας που δούλευε ο πατριός του και
οι έξι μεγάλοι του αδερφοί˙ για τον αλκοολισμό του πατριού του και το φευγιό
της μάνας του˙ για την ευκαιρία μιας νέας ζωής που ήταν για αυτόν η ένταξη στο
στρατό˙ για την πρώτη εκστρατεία στο Αφγανιστάν˙ για την δεύτερη στο Ιράκ και
την πολιορκία της Φαλούτζα˙ για τον αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό που θέρισε
δύο συναδέλφους και το δεξί του πόδι˙ για τον μακρύ αγώνα της αποκατάστασης και
τα άλματα της ιατρικής προσθετικής τεχνολογίας. Τέλος μίλησε για την
κατεστραμμένη προσωπική του ζωή και το μεγάλο μοναχικό του ταξίδι στην Ευρώπη,
τελευταίος σταθμός του οποίου ήταν η Ελλάδα.
Ο Νίκος μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στο Χολαργό˙ για τα
ανέμελα πρώτα έτη της φοιτητικής ζωής στην ΑΣΟΕΕ˙ για την αγάπη του για το
Σαββόπουλο και το Μίκη Θεοδωράκη, και την εξέλιξη που είχαν σαν χαρακτήρες (ή
ήταν πάντα έτσι;). Ακούγοντας τον εαυτό του να μιλάει για όλα αυτά, συνειδητοποίησε
πόσο μηδέν και πόσο εύκολη ήταν η ζωή του σε σχέση με τους άλλους. Μόνο χάρη
στο τσίπουρο κατάφερε να συνεχίσει να μιλάει για τη δουλειά του στα κεντρικά
του Πλαισίου στη Μαγούλα Αττικής. Για τα προσωπικά του δε μίλησε καθόλου. Το
τσίπουρο τέλειωσε και είχε ξημερώσει˙ αποφάσισαν να κατέβουν στην παραλία για
να βρουν κάπου να κοιμηθούν.
Ελεύθερο κάμπινγκ
Το ξημέρωμα σε αυτά τα μέρη είναι πάντα μαγικό. Τα χρώματα
είναι ωραιότερα από ποτέ, η αρμονία της πλάσης αποτυπώνεται στην ευκρίνεια των
μορφών και η ησυχία αγκαλιάζει προσεκτικά τα πάντα. Ο κόσμος είναι νεογέννητος
και γεμάτος υποσχέσεις μες τη βρεφική του κουβερτούλα. Τα πάντα εν σοφία…Αντικρύζοντας
όμως ο Νίκος την παραλία του Ρούκουνα, τα μάγια λύθηκαν˙ τρεις σειρές σκηνές
πάνω στην παραλία η μία κολλητά πάνω στην άλλη, καβάτζες, πανιά και κατασκευές
όλων των σχημάτων και χρωμάτων, περιστασιακές γιρλάντες από κωλόχαρτα και ο
ήλιος αμείλικτος να πλησιάζει πίσω από τα βουνά την αιγαιοπελαγίτικη αυτή
τενεκεδούπολη.
Ήσαν όμως πολύ κουρασμένοι και μεθυσμένοι και λύση άλλη δεν
υπήρχε. Και έτσι η παρέα πήρε να βαδίζει προς το αλλοπρόσαλλο δυστοπικό σύμπλεγμα
τσαντιριών. Ο Νίκος με το sleeping bag του παραμάσχαλα, ο Μαρκ με τον παραφουσκωμένο εργονομικό
σάκο πλάτης του και ο Gordon σέρνοντας την τεράστια βαλίτσα του, κίνησαν προς ένα μικρό
άνοιγμα ανάμεσα σε τρεις σκηνές και μία αιώρα. Μόλις έφτασαν σωριάστηκαν στην
άμμο ανάμεσα σε άπλυτα κατσαρολικά με υπολείμματα φακόρυζου, κονσέρβες τόνου,
αυτοσχέδια τασάκια με τζιβάνες και μισοφαγωμένα ροδάκινα, πετσέτες ξεραμένες
κόκκαλο, αταίριαστες παντόφλες και μία πρόσφατα σβησμένη εστία φωτιάς. Επίμονες
μύγες, πολλά κουνούπια και γοργοπόδαρα σκαθάρια της άμμου συμπλήρωναν το
σκηνικό.
Μιάμιση ώρα αργότερα ο Νίκος ξυπνούσε από μία αχτίνα ήλιου
που σούβλιζε κατακόκκινη το μάτι του. Ο Μαρκ και ο Gordon κοιμούνταν ακόμα˙ ο Μαρκ χωμένος
ολόκληρος στο τεχνικό sleeping-bag του
και ο Gordon ανάσκελα, με δύο μύγες να εναλλάσσονται στο ανοιχτό του
στόμα. Γύρω τους απλωνόταν απέραντος ο καταυλισμός από σκηνές και καβάτζες κάθε
είδους. Στην άκρη της παραλίας ένας παχύς μεσήλικας με κοψιά φοροτεχνικού έκανε
τον «χαιρετισμό στον ήλιο». Προς τα πίσω, ένας τουρίστας με ξανθιές τζίβες
ξεμάκραινε κρατώντας ένα ρολό κωλόχαρτο. Η κοπέλα του τον ακολουθούσε
κουτσαίνοντας και τρώγοντας ένα ζουμερό ροδάκινο˙ του το πρότεινε και αυτός το
αρνήθηκε με μια χειρονομία αγανάκτησης˙ έπειτα χάθηκαν πίσω από τα
αρμυρίκια.
Μέσα στην απαλεψιά της νύστας, ο Νίκος συνειδητοποίησε με
φρίκη που βρισκόταν. Οι άνθρωποι, αυτοί που είχε δει και όσοι φανταζόταν να
κοιμούνται στις σκηνές, του φαίνονταν ξένοι και αποκρουστικοί. Χώρια που ήταν
όλοι τουλάχιστον μια δεκαετία μικρότεροί του. Σκιά και μέρος για καβάτζα
πουθενά. Μόνη του παρέα δύο άγνωστοι τουρίστες. Το τραύμα από την εμφύτευση άρχιζε
να τσούζει καθώς ανέβαινε ο ήλιος. Τον έπιασε βαθιά απελπισία.
Μπάτσοι
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι γινόταν. Γρήγορες ανάσες, σάλια
και μια μουσούδα να τραβολογά την τσάντα του. Το λυκόσκυλο φορούσε γιλέκο.
Γύρισε και έντρομος είδε τρεις αστυνομικούς. Το μυαλό του πήγε αμέσως στο χόρτο
που είχε στην τσάντα του. Ο σκύλος γάβγισε και η ψυχή του πάγωσε. Εν τω μεταξύ
ο Gordon και ο Μαρκ είχαν ξυπνήσει και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι
συνέβαινε.
Ο ένας μπάτσος τράβηξε με το λουρί το σκύλο και ο άλλος
ζήτησε από το Νίκο να ανοίξει την τσάντα.
“Oh my God
Nikos, what on earth is going on?” είπε ο Gordon.
“I…don’t…” πήγε να πει ο Νίκος, αλλά εκείνη τη
στιγμή ο τρίτος μπάτσος έχωσε το χέρι του μέσα στην τσάντα, για να το βγάλει
δύο δευτερόλεπτα αργότερα, σαν την τυχερή δαγκάνα που έπιασε με την πρώτη το
λούτρινο αρκουδάκι. Το τρόπαιο ήταν μια ζελατίνα με τριάντα ευρώ χόρτο που είχε
ο Νίκος για τις διακοπές του.
“Holy shit
man!” είπε ο Μαρκ.
“Sure
didn’t show it to us” είπε φλεγματικά ο
Gordon.
“Συλλαμβάνεστε” είπε ο μπάτσος.
Εκείνη τη στιγμή ένα φερμουάρ ακούστηκε να ξεκουμπώνει από
τη διπλανή σκηνή και ξεπρόβαλε το κεφάλι εκείνης,
και ακολούθως, αγκαλιάζοντάς την, ο χίπης, που μόλις είδε τους μπάτσους
πετάχτηκε έξω γυμνός.
«Τι έγινε ρε μάγκες;» είπε στερεώνοντας στα γρήγορα ένα
παρεό γύρω από τη μέση του (ο Νίκος όμως πρόλαβε να δει το ωραίο, μεγάλο πουλί
του).
«Ήρθατε να πιάσετε τον Εσκόμπαρ;» (ο τονισμός δικός του)
«Σας παρακαλώ κύριε, μην επεμβαίνετε» είπε ένας μπάτσος.
«Χούντα έχουμε;» πήρε φόρα ο χίπης. «Αφήστε τα παιδιά!»
«Σας παρακαλώ πολύ κύριε, κοιτάτε τη δουλειά σας!» είπε ο
άλλος μπάτσος κραδαίνοντας το σακουλάκι με τους τρεις παπάδες.
«Γιατί θα μας…πυροβολήσεις;» είπε ο χίπης αναπτύσσοντας μία
αντιπαθητική γκριμάτσα και κάνοντας μια αργή θεατρική μίμηση ότι τινάζει τα
μυαλά του στον αέρα με ένα πυροβολισμό στον κρόταφο.
«Και θα εξοστρακιστεί και η σφαίρα;» συνέχισε, κάνοντας μία
σπειροειδή κίνηση με το «περίστροφο».
Εκείνη, η υπέροχη
αυτή γυναίκα, τον κοιτούσε με έκπληξη και θαυμασμό. Οι ξένοι δεν καταλάβαιναν
τι συνέβαινε. Ο Νίκος, και κάποιοι άλλοι γείτονες που στο μεταξύ είχαν
ξεμυτίσει από τις σκηνές τους, ντρέπονταν. Και ο μπάτσος, που ξαφνικά έγινε
λίγο πιο συμπαθητικός στα μάτια όλων, αγνοώντας τον χίπη είπε στο Νίκο και τους
άλλους: «Ελάτε μαζί μας κύριε. And you sirs,
also, come”.
Βρέθηκαν λοιπόν στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα ενός
μπατσικού, οι τρεις τους, να μοιράζονται δύο ζευγάρια χειροπέδες. Το πλοίο για
Νάξο, όπου και το αρμόδιο Πρωτοδικείο, δεν έφευγε παρά σε εφτάμιση ώρες, τουτέστιν
στις 3.30 το μεσημέρι. Τους πήγαν και τους έβαλαν να περιμένουν μέσα σε ένα αλουμινένιο
φυλάκιο του λιμενικού καταμεσής του τσιμεντένιου λιμανιού, μεγέθους ευρύχωρης
σκοπιάς ή μικρού κοντέινερ. Κατά τις 12 το μεσημέρι οι μπάτσοι τους λυπήθηκαν (ή
φοβήθηκαν για κάποιο θάνατο) και τους μετέφεραν με το τζιπ κάτω από ένα
υπόστεγο, όπου ήταν ανεπαίσθητα καλύτερα. Τους έδωσαν χυμό Λακωνία -μα που
βρέθηκε στην Ανάφη, σκέφτηκε θλιμμένα ο Νίκος- και κρουασάν Champelon.
Κράτηση
Ο Νίκος εξήγησε στους άλλους πως θα τα πάρει όλα πάνω του
και πως αυτοί δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν. Τραύλιζε. Ο Gordon και ο
Μαρκ το είχαν πάρει ήρεμα και προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν, του ανέφεραν όμως
ευγενικά ότι βεβαίως και θα το πάρει πάνω του μιας και εκείνοι ούτε χόρτο
είχαν, ούτε για χόρτο ξέρανε. Ούτε και έβγαλε ποτέ να τους κεράσει κάνα
τσιγάρο, έβαλε για δεύτερη φορά το λογάκι του ο Gordon. Ακολούθησε σιωπή, και μετά από
λίγο οι δύο ξένοι γλίστρησαν σε έναν ελαφρύ ύπνο.
Και τότε ο Νίκος έκλαψε.
Έκλαψε με αναφιλητά καθώς σκεφτόταν την κατάστασή του˙ μόνιμα
μόνος και πάντα πληγωμένος από το ένα ή το άλλο˙ βαριόταν τη δουλειά του˙ τόσα
χρήματα πεταμένα σε αποτυχημένες εμφυτεύσεις με υποτίθεται εγγυημένο αποτέλεσμα
και η καράφλα απτόητη να κερδίζει έδαφος˙ το κρανίο του μονίμως κόκκινο και
ερεθισμένο˙ άλλο ένα καλοκαίρι διακοπές μόνος του˙ και σύλληψη για 4 γραμμάρια
χασίς, στα σαράντα του. Άκου σαράντα!
Το κλάμα σύριζε στα ρουθούνια του, η γλώσσα του πλατάγιζε. Κοφτά,
ακανόνιστα σφυρίγματα ακροαστικών εναλλάσσονταν με έναν φλεγματώδη ρόγχο, τα
μάγουλα καίανε και το πρόσωπο είχε συσπαστεί σε βαθμό μη αναγνωρισιμότητας. Μία
στριγκλιά ξέφυγε σαν να δραπέτευσε μέσα από στενή χαραμάδα η πεπιεσμένη αγωνία
της ψυχής του. Ο θλιβερός της ήχος της ήταν τόσο διαπεραστικός...και ξύπνησε αμέσως
τους συγκρατούμενούς του.
Ο Μαρκ του χάιδεψε τα
μαλλιά με το ελεύθερο χέρι του. O Gordon του σκούπισε τα δάκρυα και του έφραξε τρυφερά τα χείλη με το
δάχτυλο: “Shhhhh…”
“It’s
alright man” είπε ο Μαρκ.
“Not a
worry in the world, mate” συμπλήρωσε
στοργικά ο Gordon.
«Πάρτε νερό, μαζευτείτε, φεύγουμε» είπε απότομα ένας μπάτσος
που εμφανίστηκε ξαφνικά στο παράθυρο. «Βάλτε καπέλο κύριε» είπε προτείνοντας
ένα τζόκεϋ στο Νίκο. «Φορέστε το αμέσως παρακαλώ. Το κεφάλι σας είναι χάλια».
Μαρμαρωμένος από το ψυχικό άλγος, ο Νίκος κοιτούσε στο
τίποτα και τίποτα δεν καταλάβαινε. Έτσι που στον Gordon φάνηκε
αστεία και θλιβερή η προσπάθεια του Μαρκ που πήρε το καπέλο από το χέρι του
μπάτσου και επιχείρησε να το στερεώσει πάνω από την ανέκφραστη φάτσα του Νίκου
- μα το καπέλο δεν έμπαινε, ήταν πολύ μικρό. ‘Έτσι ο Μαρκ απλά το εναπόθεσε
στην καράφλα. Με την πρώτη κίνηση του τζιπ, που ξεκίνησε για να πάρει θέση στην
ουρά της επιβίβασης, το καπέλο έπεσε.
Ο Νίκος ούτε που το κατάλαβε. Το θολωμένο βλέμμα του προσκολλήθηκε
στο καράβι που έδενε. Μόλις ο καταπέλτης έπεσε, το τσούρμο των νεοαφιχθέντων
τουριστών ξεχύθηκε αλέγρο στην προβλήτα, ελισσόμενο ανάμεσα σε παραφορτωμένα οχήματα,
φορτικούς ξενοδόχους και έναν λιμενικό με σφυρίχτρα. Οι διακοπές τους μόλις
άρχιζαν! Μες τη συγκεχυμένη εικόνα του
κινούμενου πλήθους, το αποβλακωμένο βλέμμα του άξαφνα εστίασε σε ένα οικείο
πρόσωπο. Ολοζώντανη μες στο πλήθος ήταν η χαμένη, σαν όνειρο θερινής νυκτός, αγάπη
του από την Σκανδιναβία, που τα βλέμματά τους μόλις χτες είχαν ανταλλάξει τόσες
υποσχέσεις!
Εξακολουθούσε να είναι μόνη, εξακολουθούσε να είναι
πανέμορφη˙ και, ιδέα του ή όχι, τα μελαγχολικά της μάτια έμοιαζαν κάτι να
αναζητούν˙ κάτι για το οποίο έφτασαν μέχρι την Ανάφη. Κι αυτός τώρα
σιδηροδέσμιος μέσα σε ένα περιπολικό καθοδόν για το Πρωτοδικείο της Νάξου.
Ανεξάντλητα τα αποθέματα σκληρότητας αυτού του μοχθηρού θεού, σκέφτηκε. Μα
αν χάσω και αυτή την ευκαιρία, από εδώ και μπρος θα είναι μόνο κατηφόρα.
Μόλις λοιπόν εκείνη πλησίασε προς το τζιπ, αποφάσισε να
παίξει το τελευταίο, το μοναδικό του χαρτί. Με όση δύναμη είχε μέσα στα
πλεμόνια του, φώναξε: “Hello!
Hello! Here! Excuse me! Here! Here!” και άρχισε να
χοροπηδά πάνω-κάτω στο κάθισμά του, χτυπώντας κεφάλι του στην οροφή ισάριθμες
φορές.
Μα οι κραυγές δεν έφεραν αποτέλεσμα. Εκείνη δεν τον άκουσε
μήτε τον είδε, και χάθηκε πίσω από ένα πολυμελές γκρουπ - οικογένεια ή παρέα,
δύσκολο να πεις με σιγουριά. Αντιθέτως, ο Μαρκ πετάχτηκε έντρομος από τον ύπνο
του και ο Gordon κόντεψε να πάθει συγκοπή. Οι μπάτσοι αιφνιδιάστηκαν, ο
συνοδηγός ενστικτωδώς γύρισε και του έριξε ένα άτσαλο ανάποδο χαστούκι που τον πέτυχε
στα χείλια και τα δόντια, ματώνοντας τον. Μάτωσε και το χέρι του μπάτσου, ο
οποίος εξαγριώθηκε και τεντώθηκε για ένα πιο δυνατό μπουκέτο. Ευτυχώς επενέβη ο
ψυχραιμότερος μπάτσος-οδηγός, και το πράγμα έληξε εκεί. Άγνωστο από πού, ο Gordon έβγαλε
ένα διακριτικά αρωματισμένο μεταξωτό μαντήλι και σκούπισε το αίμα από το στόμα
του Νίκου.
«Ένας πραγματικός τζέντλεμαν» σκέφτηκε συγκινημένος ο Νίκος
και γύρισε μπας και προλάβει να τη δει από το πίσω τζάμι˙ μα εκείνη είχε πια
χαθεί, μαζί με την όποια ελπίδα για κάποια ανατροπή σε αυτό το φριχτό δράμα που
ήταν η ζωή του.
Αν θα μπορούσε κανείς να δει κάτι καλό μέσα σε όλα αυτά,
ήταν ότι το μπατσικό στάθμευσε στο πρώτο γκαράζ, δίπλα ακριβώς στην πόρτα
εισόδου των επιβατών. «Γλιτώσαμε την αμπάρη, κάτι είναι και αυτό» μονολόγησε
στον αέρα ο Νίκος. Οι μπάτσοι τους έβγαλαν από το περιπολικό και τους περίφεραν
μέσα από το πλήθος των τουριστών, δεμένους με τις κοινές τους χειροπέδες, μέσα
από σαλόνια και κυλιόμενες σκάλες, μέσα από κι άλλες ωραίες κοπέλες, για να
καταλήξουν τελικά στο κλειστό εστιατόριο self service, όπου και τους κάθισαν σε ένα τραπεζάκι σε μία σκοτεινή
γωνία στο βάθος.
Πάλι στο πλοίο
Στη γωνία αυτή, προορισμένη φαίνεται για υπηρεσιακή χρήση, ήρθε
μετά από δύο λεπτά και έκατσε με πολύ σαματά μία ομάδα έξι ορεσίβιων φαντάρων
με φύλλο πορείας για Νάξο. 18χρονοι, οι περισσότεροι παχουλοί, ροδομάγουλοι και
με μουστάκι, κουβαλώντας τεράστιους σάκους-«λουκάνικα», απλώθηκαν στο απέναντι
τραπέζι, και κάρφωσαν το βλέμμα τους στο προσθετικό πόδι του Μαρκ και την
ομολογουμένως αξιοπρόσεκτη φιγούρα του Gordon.
“So,
you guys are going to war or something?” είπε ο ευπροσήγορος
Αμερικανός για να σπάσει τον πάγο.
«Ίντα λέει;» είπε ένας φαντάρος.
«Όχι πάλι Κρητικοί» σκέφτηκε ο Νίκος.
«Είναι Αμερικανός το κοπέλι» είπε ένας άλλος φαντάρος, «τσε
ρωτεί αν πάμε για πολεμάκι».
«Πολεμάκι με τη μάνα του» πετάχτηκε ένας κοντός σπίνος με
πεταχτή καρύδα που ξεχώριζε από την υπόλοιπη παρέα, και σκάσανε όλοι στα γέλια,
και ο πιο ροδομάγουλος, γελώντας, του γύρισε μια δυνατή φιλική φάπα.
“What did
he just say? Why are they all laughing?” ρώτησε ο Gordon.
“Oh,
nothing, they’re just joking around” είπε ο Νίκος.
“No,
really, what did he say?” επέμεινε
ο Μαρκ.
Ο Νίκος του εξήγησε το αστείο.
Ο Μαρκ τον άκουσε ανέκφραστος. Ο Gordon έπνιξε
ένα χαχανητό.
Ο Μαρκ γύρισε προς του Κρητικούς, τους κοίταξε καλά-καλά
έναν-έναν και αφήνοντας ένα βασανιστικό λεπτό σιωπής να περάσει, άρχισε δείχνοντας
το ρομποτικό του πόδι:
“See this? This
is war. This is the price of freedom. Global freedom. I’ve seen so many good
men, the best among us, losing their lives in the line of duty, so that you can
all joke around here, care-free. But I am not judging you. No. That’s the
Lord’s business. You didn’t know better. It’s the society… the media…the values
we stand for…”
Όσο συνέχιζε το λογύδριό του, οι Κρητικοί τον κοιτούσαν
απορημένοι, μιας και δεν γνώριζαν αγγλικά.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο συναισθηματικά φορτισμένος λόγος του
Μαρκ έκλεισε με τα παρακάτω λόγια:
“…so that
freedom is never given, and that we should always fight for it, regardless of
the cost.”
Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και παγωμάρας, την
οποία διεμβόλισε στιγμιαία ένας πνιχτός ρόγχος γέλιου, σα φύσημα βουλωμένης
μύτης, που ξέφυγε από τον κοντοπίθαρο σπίνο κερδίζοντάς του άλλη μία φάπα από
τον παιδοβούβαλο αρχηγό της παρέας. Ανεπηρέαστος, και φανερά συγκινημένος, ο
Μαρκ γύρισε προς τους συγκρατούμενούς του. Ο Gordon του πρόσφερε το μαντήλι του∙
παρά τη φόρτιση της στιγμής, ο Μαρκ θυμήθηκε ότι με αυτό είχε σκουπίσει νωρίτερα
τον Νίκο, και με ένα νεύμα αρνήθηκε ευγενικά.
Νάξος
Το ταξίδι κύλησε δίχως άλλα παρατράγουδα και το καράβι μπήκε
στο λιμάνι της Νάξου καθώς σουρούπωνε. Ο ναός του Απόλλωνα, στη θέση του. Τα
φώτα της Χώρας και των αυτοκινήτων που πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι και τους γύρω
λόφους φαίνονταν όμορφα με φόντο το βαθυκόκκινο του ουρανού, που σε άλλα σημεία
ήταν ήδη σκούρο μωβ και μαύρο. Τα μαγαζιά γεμάτα, κίνηση στους δρόμους, φρεσκομπανιαρισμένοι
τουρίστες με λευκές ζακέτες στους ώμους άρχιζαν τη βραδινή τους βόλτα, ντόπιοι
με παπιά, κρέπες, τα πρώτα αστέρια εμφανίζονταν στον ουρανό.
Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορούσαν να δουν οι τρεις κρατούμενοι,
μέχρι που το τζιπ βγήκε από τον καταπέλτη του πλοίου, και κόλλησε στην κίνηση
του λιμανιού. Ο Gordon κοιτούσε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο. Οι χειροπέδες, η
υπηρεσιακή ατμόσφαιρα και η προοπτική μίας βραδιάς στο τμήμα μέχρι το πρωινό
δικαστήριο έρχονταν σε χτυπητή και θλιβερή αντίθεση με την εύθυμη, ζωντανή
καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της βραδιάς που μόλις ξεκινούσε. Κι έτσι όπως το βλέμμα
του γλάρωνε σε μία όμορφη τουρίστρια με λευκό φόρεμα που έκανε ποδήλατο, το
μυαλό του Gordon
ταξίδεψε σε ένα μικρό τούβλινο σπίτι στις εργατικές κατοικίες του Dalston το 1988.
Το τραγούδι που ακούγεται είναι το “Riding for a fall” από τον Horace Andy. Το σαλόνι με τις
ξεφτισμένες ταπετσαρίες είναι ποτισμένο από τη μυρωδιά φτηνού χόρτου με σπόρια.
Βυθισμένος στην πολυθρόνα ο πατέρας του, ο Earl, πίνει ένα ακόμα τσιγάρο. Μέσα στην κουζίνα, η μητέρα του τηγανίζει
μπακαλιάρο. Τα δίδυμα μωρά αδερφάκια του κλαίνε στο πάτωμα. Η δεκαεξάχρονη
αδερφή του, η Millie,
κατεβαίνει τις σκάλες. Τα κοτσιδάκια της είναι πιασμένα κοτσίδα, φοράει ένα
κολλητό λευκό φόρεμα κάτω από το οποίο εξεγείρεται το σφρίγος των δεκαέξι
χρόνων της και στα χείλη της έχει βάλει λίγο κόκκινο κραγιόν, που φαίνεται
παράταιρο στο παιδικό της πρόσωπο.
“Where da fuck you tink you’re goin’ like dat?” φωνάζει ο πατέρας μόλις
την αντικρύζει.
“Out”
απαντά η Millie.
“You goin΄
nowhere like dat”
της αντιγυρίζει, και εκείνη επιταχύνει προς την πόρτα. Παρά τη μαστούρα του, ο μπαμπά-Earl πετάγεται από τη θέση
του και την προλαβαίνει. Την πιάνει από την κοτσίδα και τη σέρνει μέσα από το
σαλόνι, πίσω στις σκάλες. Αυτή στριγγλίζει και η μητέρα του, η κυρία Cleopatra, παρατάει τον
μπακαλιάρο και έρχεται τρέχοντας να την ελευθερώσει από τα χέρια του. Αυτό της εξασφαλίζει
μία σφαλιάρα, και τα δίδυμα αρχίζουν να κλαίνε και να φωνάζουν. Στη γωνία του,
ο 8χρονος Gordon με τα χοντρά γυαλιά του κολλημένα με μονωτική ταινία, αφήνει
τους μαρκαδόρους και τον λιονταρίνο που μπογιάτιζε στο βιβλίο του και σηκώνεται
και φωνάζει, ψευδίζοντας από την ταραχή του:
“Stop this
daddy, oh please stop daddy!”
Ο πατέρας του αφήνει την Millie, σπρώχνει στην άκρη τη μάνα του που προσπαθεί πάλι να τον
σταματήσει, και δίνει μία μπουνιά στο μουτράκι του Gordon. Τα χοντρά γυαλιά του φεύγουν από
το πρόσωπό του, η μύτη του ανοίγει, και όπως παραπατά, πατάει πάνω τους και τα
σπάει σε ένα καινούριο σημείο.
“You need to teach your midget son some bloody manners”
ακούγεται η φωνή του πατέρα η οποία όμως, καθώς συνεχίζει να βρίζει, γίνεται
όλο και πιο ακατάληπτη, πλέον μιλά σε μια ξένη γλώσσα καθώς τον τραβολογά από
το μανίκι, ώσπου ο Gordon καταλαβαίνει ότι κοιτάζει έναν Έλληνα μπάτσο, μια πραγματικά
γελοία φάτσα, που προσπαθεί να τον βγάλει από το τζιπ. Έχουν φτάσει στο
αστυνομικό τμήμα της Νάξου.
Τους έβαλαν στο κρατητήριο του τμήματος, ένα θλιβερό κελί δύο
επί δύο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τους πέρασε μέσα από τα κάγκελα μία σακούλα με
κρουασάν Champelon και χυμούς Λακωνία. Μετά από κακό καθιστό ψευτο-ύπνο λίγων
ωρών ακολούθησε μεταγωγή στο δικαστικό μέγαρο Νάξου, διορισμός συνηγόρου από το
δικαστήριο, ένας γλοιώδης Αγγλο-Αξιώτης σε ρόλο διερμηνέα, και η ετυμηγορία
είναι: Gordon και Μαρκ αθώοι, Νίκος δύο μήνες με αναστολή.
Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι αφέθηκαν ελεύθεροι στη χώρα της
Νάξου. Ταλαιπωρημένοι σωματικά και ψυχικά, με τον ήλιο να καίει πάνω στα
κεφάλια τους και τη διάθεση διακοπών μακρινό κακό ανέκδοτο, οι τρεις φίλοι –
γιατί πλέον λογαριάζονταν για φίλοι- ένοιωθαν ωστόσο ένα ξαλάφρωμα, κυρίως όμως
πείναγαν. Τί καλύτερο λοιπόν, που πήγανε για σουβλάκια.
Όσο όμορφα και αν είναι τα κυκλαδονήσια, η βόλτα στη χώρα τους ντάλα μεσημέρι, άυπνος
και απότομα βαρυστομαχιασμένος, είναι μία δυσάρεστη εμπειρία. Το λιοπύρι και οι
38 βαθμοί Κελσίου δεν τους σταμάτησαν ωστόσο από το να επισκεφτούν -όπως
επίμονα αιτούταν ο Μαρκ – τον πλήρως ασκίαστο ναό του Απόλλωνα αμέσως μετά το
σουβλατζίδικο.
Να σημειώσουμε ότι η καράφλα του Νίκου ήταν πάλι εκτεθειμένη
τον ήλιο, αφού κάπου μέσα στη νύχτα στο κρατητήριο είχε χάσει το μικροσκοπικό
του καπέλο. Μετά τη βόλτα, πήγανε σε ένα μαγαζί με τουριστικά για να αγοράσει
ένα καινούριο, το οποίο λόγω κακής κρίσης ήταν και πάλι μικρό. Κάπως μεγαλύτερο
από το προηγούμενο, αλλά και πάλι μικρό. Με τη βοήθεια του Μαρκ και του Gordon (που
τον κράταγε), κατάφερε να το φορέσει.
Έπειτα, ημιλιπόθυμοι, φυγαδεύτηκαν στη σκιά μίας καφετέριας.
Καθώς χύνονταν στις καρέκλες, η γάμπα του Νίκου ακούμπησε το ρομποτικό πόδι του
Μαρκ, τα μέρη τιτανίου του οποίου είχαν πυρακτωθεί από τον ήλιο, προκαλώντας
του αυτοστιγμεί ένα τσουχτερό έγκαυμα.
Το καυτό μέταλλο σύρισε πάνω στην ιδρωμένη σάρκα του Νίκου,
εγγράφοντας ένα ανάγλυφο πυρογράφημα με τα γράμματα “lit” από το λογότυπο “Armalite” της εταιρίας.
«Ας είναι και αυτό» ξεφύσησε ο Νίκος, που η ψυχή του είχε
μάθει πια να υπομένει τα πάντα. «Να δεις ο άλλος πως έφυγε» φαντασιώθηκε να
λέει σε μία υποθετική κοπέλα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατήσει ίσιο το
στόμα του από τους μορφασμούς του πόνου, και παρά το διαπεραστικό τσούξιμο επιχείρησε
τραυλίζοντας να καθησυχάσει τον Μαρκ, που πολύ είχε στενοχωρηθεί για τον
τραυματισμό που άθελα του προκάλεσε στον φίλο του.
Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε η σερβιτόρα. Πρέπει να ήταν
δεκαεφτά χρονών. Οι δύο σχισμές που ήταν τα μάτια του Νίκου καρφώθηκαν πάνω
της. Περιττεύει να την περιγράψουμε, ήταν όπως την φαντάζεστε, στην πιο καλή
εκδοχή. Πήρε γρήγορα και αδιάφορα (δηλαδή κανονικά) την παραγγελία και χάθηκε,
σαν το απαγορευμένο, φευγαλέο όνειρο ενός τρελού. Και όντως σαν τρελοί
φαίνονταν και οι τρεις, άυπνοι και στα πρόθυρα ηλίασης.
Και τότε κάτι γύρισε στο κεφάλι του Νίκου.
Νίκος
Πόσο πια να πολεμήσει ο άνθρωπος; Και πόσο πια να πει
«έτυχε» ή «έφταιγα», μα «αύριο ίσως είναι καλύτερα»; Σίγουρα, η ζωή θέλει να
ζήσει. Μα πόσες φορές να βαρέσει στον ίδιο τοίχο; Αυτό το πανηγύρι γίνεται πιο
κουραστικό στην κάθε στροφή του. Και πάντα οι άλλοι χορεύουν.
Έπειτα είναι και το πέρασμα του χρόνου, που κάνει κάθε καινούρια
απόπειρα όλο και πιο δύσκολη, κάθε νέα αποτυχία όλο και πιο αξιοθρήνητη. Άραγε
οι άλλοι το προσέχουν; Βλέπουν την αγωνία μου; Ποιον κοροϊδεύω…είναι ζωγραφισμένο
στο πρόσωπό μου. Εδώ και πόσο καιρό άραγε όταν μπαίνω σε ένα μπαρ οι
παρατηρητικοί κάνουν «ωχ»; Από πότε καταλαμβάνω αρνητικό χώρο; Όσοι κόβει το μάτι
τους σίγουρα με παίρνουν χαμπάρι κατευθείαν και με σχολιάζουν. Ή μπορεί και να
μην δίνει κανείς δεκάρα, να είμαι απλά αόρατος. Δεν ξέρω. Αφήστε με.
Εγώ εδώ κατεβαίνω. Σταματάω την προσπάθεια. Κουράστηκα και
δίχως αποτέλεσμα. Είναι πια γελοίο, έφτασα να το καταλαβαίνω και εγώ ο ίδιος. Ήρθε
το τέλος.
Δε μιλώ φυσικά για αυτοκτονία. Αφενός φοβάμαι το θάνατο σα
το διάολο, αφετέρου δε θέλω ούτε να φανταστώ τη μάνα μου – τη μανούλα μου –
όταν το μάθει. Είπαμε…
Τέλος η αναζήτηση της ευτυχίας, αυτό το τέλος εννοώ. Οριστική
ρήξη με εκείνη την εντύπωση που είχα κάποτε για τη ζωή μου, μια αδιάβατη τάφρος
με χωρίζει από όσα ήλπιζα ότι θα γινόμουν, από αυτή τη χίμαιρα που μέχρι σήμερα
κυνηγούσα…
Ας διαβάζω ειδήσεις και ασημαντότητες στο facebook, ας δω Netflix, ας παχύνω, ας γίνει ό,τι
γίνεται πιο εύκολα και από μόνο του. Εγκατάλειψη θέσης, άτακτη οπισθοχώρηση. Διάσωση τελευταίων υπολειμμάτων του εαυτού∙ ενός
εαυτού που κάποτε υπήρξε λίγο καλύτερος, που κάποτε ίσως δικαίως ήλπιζε. Κι αν
αύριο, τρελαμένος από κάποιες γάμπες, ξαναβγώ στο μάταιο κυνήγι; Ε ας είναι, τώρα
όμως απόκαμα.
Ωραία και όμορφα ας γυρίσω στην Αθήνα μου. Μαρκ, Gordon, σας ευχαριστώ για όλα.
Εσείς γυρίστε στην Ανάφη, το δικό μου όμως εισιτήριο γράφει Πειραιάς. Ορίστε
και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Βρείτε ένα τρόπο να το οδηγείτε, περάστε
καλά και μετά φέρτε το πίσω. Ήδη νοιώθω καλύτερα. Πώς το λέει εκείνο το t-shirt με τα
λόγια του Καζαντζάκη; Αυτό. Ή όπως το λέει ο Λειβαδίτης: ίσως τα δέντρα να
στάθηκαν μαντεύοντας το μάταιο του δρόμου. Αυτά είναι εμένα τα ποιήματά μου,
και όχι η Ιθάκη. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει Ιθάκη για μένα, μα κυρίως επειδή το
ταξίδι κατάντησε πια ανυπόφορο. Ορίστε κάποια χρήματα για τα έξοδα του
αυτοκινήτου. Και πάλι σας ευχαριστώ. Αντίο.
Και με αυτά τα λόγια ο Νίκος σηκώθηκε από το τραπέζι, τη
στιγμή ακριβώς που στο δίπλα τραπέζι ήρθε και κάθισε μια παρέα όμορφων, εύθυμων
και πρόθυμων τουριστριών∙ τη στιγμή ακριβώς που ερχόταν στο τραπέζι τους η
σερβιτόρα με μια κανάτα δροσερό νερό. Ο Νίκος χαμογέλασε σφιγμένα κοιτώντας το
πάτωμα, την προσπέρασε και έφυγε, ξεκινώντας τον μοναχικό του δρόμο για την
Αθήνα. Στην τηλεόραση της καφετέριας ένας μετεωρολόγος με μπούκλες
προειδοποιούσε για το επερχόμενο κύμα καύσωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου