Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Μικρή ιστορία της Πυτζάμας

 







Ο Ιούλιος Πτιμπέρ, στην εισαγωγή του νέου του βιβλίου, Η Ιστορία της Πυτζάμας (εκδόσεις Χατζηηλίας, 2021) συνοψίζει:

 

Λίγα είναι γνωστά για την πυτζάμα στην προϊστορική περίοδο. Μέχρι τη Νεολιθική εποχή δεν υπάρχει κανένα σχετικό εύρημα, παρεκτός από τις φημισμένες σπηλαιογραφίες του Chauvet, τις παλαιότερες γνωστές στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών όταν ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα – μόνο για να αποδειχθεί, προς γενική απογοήτευση, ότι οι πυτζάμες που (υποτίθεται ότι) απεικόνιζαν, ήταν απλώς ρούχα. Όταν οι παλαιοντολόγοι ξαναείδαν την σπηλαιογραφία ξαπλωμένοι, συνειδητοποίησαν ότι ο εικονιζόμενος άνθρωπος ήταν όρθιος και όχι ξαπλωμένος όπως είχε αρχικά εκτιμηθεί∙ αντίθετα, ξαπλωμένος ήταν ο ζωγράφος/χαράκτης, απευθυνόμενος σε εξίσου ξαπλωμένους θεατές.   

Φτάνουμε έτσι στην εποχή του Χαλκού μέσα σε πλήρη συσκότιση γύρω από τη χρήση πυτζάμας, ενώ περνώντας στην Αρχαϊκή περίοδο τα ευρήματα παραμένουν εντυπωσιακά βουβά. Άραγε δεν φόραγαν πυτζάμες; Ή δεν το κατέγραφαν; Η απάντηση μοιάζει θαμμένη στα ερείπια ενός παντοτινά χαμένου κόσμου.

Και αίφνης, κατά την Κλασσική περίοδο, η ιστορική έρευνα κατακλύζεται από πληροφορίες, γραπτά κείμενα και κειμήλια σχετικά με την πυτζάμα, με επίκεντρο -ποία άλλη;- την αρχαία Αθήνα. Μάλιστα, φαίνεται πως οι Αθηναίοι καμάρωναν για την μαζική χρήση πυτζάμας, η οποία, μαζί με τη Δημοκρατία, θεωρούσαν πως τους εξύψωνε και τους διαφοροποιούσε πολιτισμικά έναντι τόσο της Σπάρτης (ολιγαρχία) όσο και, αργότερα, των Μακεδόνων κατακτητών (βασιλεία).

Οι Αθηναίοι φορούν τις πυτζάμες τους παντού, βγάζοντάς τις μόνο για τον ύπνο. Οι Ρωμαίοι θα αντιγράψουν (και) αυτή τη συνήθεια των Αθηναίων και στην προσπάθειά τους να την παρουσιάσουν ως δική τους, θα αρχίσουν φορούν την πυτζάμα αποκλειστικά στον ύπνο.

Καθώς η ύστερη αρχαιότητα διαδέχεται την κλασσική, η πυτζάμα ακμάζει μαζί με τις αυτοκρατορίες που εκείνη την εποχή γιγαντώνονται ως δομές που κυριαρχούν στην κοινωνική οργάνωση του συνόλου του γνωστού τότε κόσμου: οι Ρωμαίοι κοιμούνται αποκλειστικά με πυτζάμες οι Πέρσες καυχιούνται για τα περίτεχνα νυχτικά τους για την πατρότητα των σχεδίων κάποιων από τα διασημότερα Πέρσικα νυχτικά ερίζουν και οι Μογγόλοι. Οι Αξούμ στην Αιθιοπία (η ελληνική Αξώμη), κραταιά εμπορική δύναμη και ζηλωτές της καλού ύπνου, χαράζουν τους πρώτους δρόμους της πυτζάμας, χερσαίους και ναυτικούς.

Στον Οβελίσκο του Αξούμ, την τεράστια αυτή μονολιθική στήλη που συμβολίζει το απόγειο της δύναμής τους, το ζωόμορφο φιγουρίδιο του Ορ (Θεού του Ύπνου) είναι στολισμένο με μία πυτζάμα μήκους 18 μέτρων. Κάποιος μπορεί μόνο να φανταστεί το δέος που θα ενέπνεε μία τέτοια πυτζάμα στους υπηκόους της ευρύτερης Αραβίας.   




Μα και στις άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες, από τους Κιν και τους Χαν της Κίνας μέχρι τους Μαουρύα της Ινδίας και τους Ταποτέκους της προ-Κολομβιανής Αμερικής, η πυτζάμα, άλλοτε ως σύμβολο βασιλικής ελέω Θεού δύναμης και αριστοκρατικής καταγωγής και άλλοτε ως στοιχείο μαζικής λαϊκής κουλτούρας, είναι πανταχού παρούσα.

Όμως καθώς τα δυσθεώρητα έξοδα συντήρησης των μακρόχρονων πολεμικών εκστρατειών και των δυσκίνητων γραφειοκρατιών των αυτοκρατοριών, μαζί με τις ολοένα αυξανόμενες βαρβαρικές πιέσεις αρχίζουν να κλονίζουν τις αυτοκρατορικές δομές, και καθώς η ανθρωπότητα κυλά προς τον πρώιμο Μεσαίωνα, τα ίχνη της πυτζάμας αρχίζουν να αδυνατίζουν πριν χαθούν ολότελα στο βαθύ σκοτάδι της Μεσαιωνικής περιόδου.

Ξανά, η ιστορική έρευνα προσκρούει στο γνώριμο ερώτημα: οι άνθρωποι σταματούν να φορούν πυτζάμες ή «απλά» σταματούν οι αναφορές στη πυτζάμα (στην τέχνη, στα κείμενα, στα διοικητικά έγγραφα); Το δεύτερο, θα αποφανθεί ο πολύς Σεμπάστιαν Ιχ, επίτιμος κοσμήτορας του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και αυθεντία στη μεσαιωνική ιστορία της Ευρώπης. «Και γιατί αυτό;» τον ρωτούν εύλογα οι φοιτητές του. Ο καθηγητής παραμένει σιωπηλός επί σειρά εβδομάδων, ώσπου προσβάλλεται από μία σπάνια ασθένεια των μαλλιών και πεθαίνει, αφήνοντας αναπάντητο για πάντα το ερώτημα.  

Σε κάθε περίπτωση, καθώς η ανθρωπότητα εισέρχεται στην Αναγέννηση, η πυτζάμα της Κλασσικής περιόδου σταδιακά αποκαθίσταται, παρά τη σθεναρή αντίσταση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, η οποία βλέπει στην πυτζάμα – όπως και στην επιστημονική σκέψη – έναν θανάσιμο αντίπαλο.

Μα το νερό έχει μπει στο αυλάκι και ο ιστορικός χρόνος κυλάει προς τα μπρος: ο Διαφωτισμός καθιερώνει τον ύπνο ως ξεχωριστή, αυτοτελή δραστηριότητα με οικουμενικό μάλιστα πρόσημο, του επιμερίζει συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο (το βράδυ) και τον ντύνει με το αποκλειστικό, διακριτικό του ένδυμα: την πυτζάμα!

Η αποικιοκρατία (αυτή η πρώτη παγκοσμιοποίηση του εμπορίου) θα στείλει την πυτζάμα στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, θα φέρει σε επαφή πυτζάμες διαφορετικών πολιτισμών και έτσι θα οδηγήσει σε μία πρωτοφανή ανάπτυξη των διαθέσιμων τεχνοτροπιών πυτζάμας. Στο απόγειο της δύναμής της, η Βρετανική Αυτοκρατορία καυχιέται πως είναι «η Αυτοκρατορία όπου πάντα κάποιος φορά πυτζάμα».

Ωστόσο ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Οι πρωτοπορίες επαναπροσδιορίζουν την τέχνη, η φρενήρης ανάπτυξη της τεχνολογίας μετασχηματίζει τον κόσμο, οι εθνικισμοί ξυπνούν και αυτοκρατορίες που φάνταζαν ακλόνητες διαλύονται μέσα σε αυτό το λαμπρό σφαγείο που είναι ο 20ος αιώνας. Μικρή η επίδραση όλων αυτών στην πυτζάμα, η οποία έχει πάρει σχεδόν την τελική της θέση και μορφή στον κόσμο, με την οποία την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.  





Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

La Poule Noire


του Ιούλιου Πάνου Πτιμπέρ

1.    Απειλή

Ο Ντικ κοιτούσε για ώρα άσκοπα το πάτωμα, όταν παρατήρησε ένα κομμάτι μασημένης γαλοπούλας. Στη γλώσσα του υπόκοσμου, η μασημένη φέτα γαλοπούλας σήμαινε μόνο ένα πράμα: θάνατο.

Ποιος όμως βρισκόταν πίσω από αυτή την απειλή;

Μήπως αυτός που τον ήθελε νεκρό δεν ήταν άλλος από τον Πετεινό Κροφτ; Το μοχθηρό αυτό πουλερικό τον μισούσε θανάσιμα από την εποχή ακόμα της κοτοαπαγόρευσης, όταν ο Ντικ, αδυνατώντας να συγκεντρώσει ικανά στοιχεία ώστε να τον προσάγει σε δίκη, προτίμησε απεναντίας να διαλύσει το παράνομο δίκτυό του μολύνοντας τις πηγές από τις οποίες προμηθευόταν το νερό για τον διαβόητο «ζωμό» του.

Όμως γαλοπούλα; Και μάλιστα μασημένη; Όσο αδίστακτος και αν ήταν ο Πετεινός Κροφτ, δεν έπαυε να είναι πουλερικό!

Κι αν πίσω από το αλλαντικό σημείωμα θανάτου κρυβόταν το Γομάρι Τονγκ; Το Παιδοβούβαλο της Άπω Ανατολής που κάτω από τη βιτρίνα του μεσαίου στελέχους της Cosco λυμαινόταν το λαθρεμπόριο κουκουβάγιας και μεταχρονολογημένων σιτηρών; Ο Ντικ σημείωσε τα αρχικά Γ.Τ. με ερωτηματικό πάνω στο πακέτο των τσιγάρων του.

Καθώς όμως στο ίδιο πακέτο είχε σημειώσει νωρίτερα τα ψώνια της εβδομάδας, το «Γ.Τ?». δεν χωρούσε ολόκληρο και έτσι αναγκάστηκε να σβήσει τα γράμματα, κράτησε όμως το ερωτηματικό. Κοιτώντας το ερωτηματικό λίγα λεπτά αργότερα, έπεσε σε μεγάλη απορία.

Το ξημέρωμα της Κυριακής 7 Μαΐου 2020 έβρισκε λοιπόν τον επιθεωρητή Ντικ Πουλ του τμήματος ανθρωποκτονιών και υγειονομικών παραβάσεων της αστυνομικής διεύθυνσης του Πεδίου του Άρεως στο διαμέρισμά του επί της οδού Αχαρνών, με άσχημο χανγκόβερ, να βαστά ένα άπαχο σημείωμα θανάτου που κάποιος είχε αφήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας σε απόσταση αναπνοής από το αναίσθητο, μεθυσμένο κεφάλι του.

Του άρεζε (είχε μείνει κάποτε για ένα μήνα στη Θεσσαλονίκη) να κοιμάται με τα μάτια κλειστά. Γι’ αυτό και μπόρεσε ο δράστης να αφήσει το απειλητικό φουαντρέ στο πάτωμα του χωρίς αυτός να αντιληφθεί τίποτα. Διάολε! Μονάχα να τον είχε δει! Τώρα θα ήξερε ποιος ήταν.

Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Πέρα από εικασίες και ένα ταχέως αποσυντιθέμενο αλλαντικό, δεν είχε κανένα χειροπιαστό στοιχείο. Ο χρόνος εξατμιζόταν…η ημερομηνία λήξης της γαλοπούλας και δική του˙ έτσι πήγαινε το πράμα στην αποδώ μεριά της πόλης.

Έφαγε μία μικρή μπουκιά του απειλητικού σημειώματος. Δεν ήταν χαλασμένο -γι’ αυτό ήταν ακόμα ζωντανός άλλωστε. Θα στοιχημάτιζε ότι κόπηκε προχτές. Αυτό του έδινε άλλη μία ή δύο μέρες ζωής, ανάλογα με τον τύπο του συγκεκριμένου αλλαντικού. Λίγα δευτερόλεπτα όμως μετά την κατάποση, μία συνειδητοποίηση πάγωσε το αίμα στις φλέβες του.

Στη μελαγχολική επίγευση του πουλερικού μπόρεσε να διακρίνει τη μελαγχολία που χαρακτηρίζει τις κλειστές θάλασσες ή «λίμνες» όπως ψωνίζονται πολλοί να τις αποκαλούν. Η «λίμνη» των Ιωαννίνων. Ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για γαλοπούλα Ιωαννίνων. Τη μόνη βραστή ποικιλία με διάρκεια ζωής μονάχα δύο ημερών. Το τελεσίγραφο λήγει σήμερα!

Μόνο ο σεσημασμένος παιδεραστής Πρωτοσύγκελος Κωλ ήταν από τα Ιωάννινα. Αυτός όμως βρισκόταν στη φυλακή εκτίοντας ποινή μονοετούς κάθειρξης για τον βιασμό και την τελετουργική δολοφονία των βρεφών Τομπάϊας. Το τρίτο -παραλίγο- θύμα του, το προνήπιο Κωνσταντίνος Τόντλερ είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή και στη δική του μαρτυρία βασίστηκε η σύλληψη και η καταδίκη του ανθρωπόμορφου τέρατος. Ο επιδέξιος μεγαλοδικηγόρος του Κωλ,  Έκτορας Γογώνιας κατάφερε να τον ρίξει στα μαλακά, προσβάλλοντας τη μοναδική μαρτυρική κατάθεση επί του εδάφους ότι ήταν ζωγραφιά. 

Δεν ήταν λοιπόν ο Πετεινός Κροφτ, ούτε ο διαβολικός Πρωτοσύγκελος Κωλ, ούτε το ερωτηματικό. Ποιος διάτανος λοιπόν; Η λίστα από πιθανούς εχθρούς που είχε δημιουργήσει τα τελευταία δέκα χρόνια ως ντετέκτιβ στο αστυνομικό τμήμα Κάτω Πατησίων ήταν μακριά, και ο χρόνος ελάχιστος. Και η φέτα γαλοπούλας ολοένα ίδρωνε…

Άξαφνα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κάνει τη βασικότερη, τη νούμερο ένα, την κατεξοχήν, την πλέον στοιχειώδη κίνηση αστυνομικής έρευνας. Ντράπηκε για λογαριασμό του και ταυτόχρονα ένοιωσε ανακούφιση που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας αυτής της παιδαριώδους παράλειψης, και έτρεξε να ελέγξει την πόρτα για ίχνη παραβίασης.

Ίχνη παραβίασης δεν υπήρχαν. Μάλιστα, η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα με το κλειδί πάνω στην κλειδαριά γυρισμένο και τις οκτώ βόλτες. Και οι τέσσερεις σύρτες ήταν ασφαλισμένοι.

Διάολε! Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: το αλλαντικό σημείωμα θανάτου το είχε τοποθετήσει κάποιος που ήταν ήδη μέσα, δηλαδή ο ίδιος! Γιατί όμως να θέλει να σκοτώσει τον εαυτό του; Αυτό πραγματικά δεν έβγαζε κανένα νόημα. Σίγουρα η ζωή του δεν ήταν μια παρέλαση από επιτυχίες: οι φάκελοι με τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις καταλάμβαναν δύο μεγάλες ντουλάπες, ενώ εκείνοι με τις υποθέσεις που είχε διαλευκάνει (συμπεριλαμβανομένης εκείνης του τυφλού Κύπριου γέροντα παραχαράκτη Dominic, διαβόητου για τα πλαστικά του τρίευρα, ο οποίος είχε προσέλθει οικειοθελώς στις αρχές και κατόπιν αθωωθεί πανηγυρικά) ήταν δύο, όσες δηλαδή και οι γυναίκες με τις οποίες είχε συνευρεθεί ερωτικά σε 40 χρόνια ζωής, αδιευκρίνιστος (μα μεγαλύτερος του ενός) αριθμός εκ των οποίων επί χρήμασι. Ωστόσο δεν ήθελε να αυτοκτονήσει.

Άρα λοιπόν ποιος; Ποιος; Το μυαλό του πήγαινε να σπάσει! Όλες του οι εικασίες προσέκρουαν στον άλυτο γρίφο της κλειδωμένης από μέσα πόρτας, και έτσι η επικρεμάμενη απειλή του θανάτου έπαιρνε μία επιπλέον μεταφυσική, άρα ανείπωτα τρομακτική, διάσταση. Ήταν έργο δαιμόνων!

Το μάτι του τότε έπεσε στην άλλη πλευρά του σαλονιού. Εκεί έχασκε ορθάνοιχτη, όπως πάντα, η μπαλκονόπορτα που συνέδεε το ισόγειο διαμέρισμά του με την πολύβουη λεωφόρο Αχαρνών.

Στάθηκε στο κατώφλι˙ ο αχός του δρόμου είχε κάτι το διαφορετικό. Μποτιλιάρισμα είχε δημιουργηθεί πίσω από ένα σταματημένο τρόλεϊ, γύρω από την μπροστινή του ρόδα του οποίου είχε συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος˙ ανάμεσα από τα πατζάκια και τα παπούτσια των περίεργων μπόρεσε να διακρίνει ένα ετοιμοθάνατο λευκό περιστέρι, συνθλιμμένο κάτω από τη ρόδα, με μόνο το κεφαλάκι του να προεξέχει και το ράμφος να ανοιγοκλείνει βουβά. Του καρφώθηκε η ιδέα ότι το περιστέρι προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει για κάτι, με φωνούλα που όμως δεν έβγαινε. Θέλησε τότε να αποστρέψει το βλέμμα του από το δυσοίωνο και θλιβερό θέαμα, μα δεν μπόρεσε, και ένα συνεχόμενο ηλεκτρικό τρίξιμο (τζζζζζζ…κρρρρρ…τζζζζζ) από το σημείο που ενωνόταν η κεραία του τρόλεϊ με το ηλεκτροφόρο σύρμα άρχισε να βουίζει όλο και πιο δυνατά. Τα αυτιά του τώρα δονούνταν στη συχνότητα του ηλεκτρικού ρεύματος. Ένοιωσε να ζαλίζεται και ξαφνικά γινήκαν όλα μαύρα.


2.    Όνειρα

Σκόρδα! Σκόϊλ! Τί όμορφα παιδάκια! Φτου να μην στα ματιάσω! Από τη μάνα τους πήρανε! Κουκλίτσα μου να χαίρεσαι τα κουκλάκια σου!

Η Ντίνα ήταν ωραία. Παρά τα βάσανά της, το παράστημά ήταν γοητευτικό όσο ποτέ˙ ψηλή με καμπύλες, καστανόξανθη περμανάντ, ντυμένη συνήθως με σακάκια με βάτες ή κόκκινα πλεκτά με χριστουγεννιάτικα σχέδια, ριγέ γκοφρέ παντελόνια και μυτερές γκλίτερ γόβες, ενσάρκωνε ιδανικά την ιδιαίτερη γυναικεία γοητεία των 80ς. Ως πρώην μις Πικέρμι διατηρούσε ατόφιο τον αέρα του μανεκέν, και όταν κατέβαινε στην αγορά της Παλλήνης για να ψωνίσει τσίρο έκαιγε καρδιές, προκαλώντας ατυχήματα και γενικό κομφούζιο στη λεωφόρο Μαραθώνος. Ήταν νέα και είχε ακόμα τη δύναμη να κρύβει τον πόνο κάτω από την ομορφιά της, ο πόνος μάλιστα την ομόρφαινε. Αυτά τα θλιμμένα μάτια…

Τη δεκαετία του 80, το μεγαλύτερο μέρος της Παλλήνης ήταν χωράφια˙ το σπιτικό, ή μάλλον το παράπηγμα, στην οποία η Ντίνα μεγάλωνε τα αγόρια, απείχε δύο χιλιόμετρα από το πλησιέστερο σπίτι. Ο άντρας της ο Μιχάλης, με τον οποίο τα είχαν από την δευτέρα γυμνασίου, δεν ήταν και μεγάλη βοήθεια. Ο Μιχάλης είχε υπάρξει μούρη του 2ου Γυμνασίου Παλλήνης, πρόεδρος του δεκαπενταμελούς που είχε βγάλει μηχανάκι από τη διοργάνωση της πενταήμερης, ο γοητευτικός κάγκουρας που τα είχε με την ωραία του σχολείου.

Όταν παντρεύτηκαν στα 18 τους και αποφάσισαν να στήσουν το σπιτικό τους στην εξοχή, μέσα στα αμπέλια των Μεσογείων, τα πάντα φάνταζαν ονειρεμένα στο παιδικό ακόμα μυαλό τους. Όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα έξι μήνες αργότερα, η ζωή φάνηκε να τους χαρίζει απλόχερα όλα της τα δώρα. Πόσο λίγο έμελλε να κρατήσει το όνειρο…

Όπως μαθαίνουν όλοι, το πάθος γρήγορα ξεφτίζει και οι σχέσεις ξεπέφτουν. Αν σε αυτό προσθέσουμε τα βάρη που η ζωή φορτώνει στους αισιόδοξους και τους ανίδεους, όπως τις δόσεις από ένα στεγαστικό-επισκευαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο (το οποίο έμελλε να ανατιμηθεί ραγδαία έναντι της δραχμής) και τα χρέη του Μιχάλη από τις κοκορομαχίες (όπου είχε επανηλλειμένα ποντάρει στη λάθος κότα ακολουθώντας κακόβουλες συμβουλές αντιζήλων του), το όνειρο του νέου ζευγαριού άρχισε γρήγορα να μεταμορφώνεται σε εφιάλτη.

Το δεξί μέρος του σπιτιού είχε μείνει στα τούβλα. Όταν έβρεχε πολύ, ο δρόμος γινόταν λάσπη αδιαπέραστη για την Dacia τους. Ο Μιχάλης απολύθηκε, ξαναβρήκε ευτυχώς αμέσως δουλειά, αλλά δυστυχώς απολύθηκε πάλι την ίδια μέρα.  

Η φτώχεια έφερε γκρίνια. Ο Μιχάλης άρχισε να λείπει όλο και συχνότερα από το σπίτι, στην αρχή προσπαθώντας να κερδίσει τα προς το ζην για την οικογένειά του ως πλασιέ εγκυκλοπαιδειών για βότανα (είχε πουλήσει μόνο μία σε έναν αναρχικό) και στη συνέχεια πίνοντας ρετσίνα και μπύρα (ταυτόχρονα) στο καφενείο της πλατείας. Οι τσακωμοί του ζευγαριού γίνονταν όλο και πιο συχνοί, όλο και πιο άγριοι˙ το πρώτο μελανιασμένο μάτι δεν άργησε να φανεί. Μέσα σε αυτή την απομονωμένη φυλακή που έγινε τώρα για τη Ντίνα η μικρή τους Εδέμ, τα δίδυμα ήταν η μόνη αχτίδα φωτός, η μοναδική της παρηγοριά. Όλη της η ζωή κρεμάστηκε από αυτά.

Από αυτά και το μικρό κοτέτσι που είχαν στήσει στον κήπο τους. Για να έχουν αυγά και το δικό τους κοτόπουλο στο τραπέζι, για να συμπληρώνουν το πενιχρό τους εισόδημα (πουλώντας κάθε Τετάρτη αυγά σέ έναν παράδρομο της λαϊκής της Παλλήνης), αλλά και για παρέα, είχαν αναπτύξει ένα μικρό παράπηγμα με κότες δίπλα στη βρύση. Τα δίδυμα τις λάτρευαν και παίζανε όλη τη μέρα μαζί τους. Σύντομα αναπτύχθηκαν ιδιαίτερες συμπάθειες.

Οι βόλτες στην παιδική χαρά, όπου μαμά και γιοι δέχονταν τις φιλοφρονήσεις του κόσμου, αποτελούσαν μικρές νησίδες ομορφιάς και ψυχικής ανάτασης σε μια ζωή που κατά τα άλλα βυθιζόταν μέσα στη φτώχεια, την απομόνωση και τη βίαιη συμπεριφορά ενός όλο και πιο αξιοθρήνητου αλκοολικού πατέρα. Έτσι, όταν ο γοητευτικός διαφημιστής που πήγαινε τα Σάββατα την κορούλα του στην ίδια παιδική χαρά με τα δίδυμα είπε στη Ντίνα, την οποία κόρταρε καιρό, ότι οι γιοι της είχαν την εμφάνιση και την «ενέργεια» για να γίνουν ηθοποιοί, εκείνη ερωτεύτηκε αμέσως την ιδέα, στην οποία προσέδωσε διαστάσεις ενός οράματος ικανού να αλλάξει τη ζωή τους. Το ραντεβού στην διαφημιστική εταιρία κλείστηκε για μία εβδομάδα αργότερα.   


3.    Καλημέρα και καληνύχτα Ντικ

Το μαύρο πέπλο άρχισε να διαλύεται και το πρώτο πράγμα που ένοιωσε ο Ντικ ξυπνώντας ήταν το μάγουλό του να πιέζεται έχοντας πάρει σχήμα από τη συρμάτινη πόρτα ενός κλουβιού. Τον έλουζε ένα ψεύτικο, αρρωστημένο φως που απλωνόταν ομοιόμορφα σε όλο το κλουβί και δημιουργούσε την αίσθηση ότι είχε ξημερώσει. Το κεφάλι του βούιζε. Έμεινε με το πρόσωπό του κολλημένο στο σύρμα, προσπαθώντας να δει που βρισκόταν. Όσο έφτανε το βλέμμα του, και από τις δύο πλευρές εκτεινόταν ένας μακρύς διάδρομος, κατά μήκος του οποίου υπήρχαν εκατοντάδες πόρτες μικρότερων κλουβιών, άλλες ανοιχτές και άλλες κλειστές, ενώ ένας ιμάντας περνούσε τρίζοντας από μπροστά τους. Από ένα αθέατο ηχείο στην οροφή, μέσα από παράσιτα και παραμορφώσεις, ηχούσε μία παράξενα οικεία μελωδία που πολλαπλασιαζόταν μέσω αντίλαλων στον μεγάλο, άδειο χώρο. Ασυναίσθητα μουρμούρισε τις επόμενες νότες. 

Μόνο αφού τέλειωσε το ακούσιο τραγούδι του, με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του, ύστερα από 25 χρόνια με τέσσερα πακέτα Άσσο σκέτο τη μέρα, φώναξε: «Ποιος είσαι; Τί θες;».

Σιωπή.

Από την ακουστική του χώρου συνειδητοποίησε ότι το κλουβί του βρισκόταν ανάμεσα σε δεκάδες, πιθανόν χιλιάδες άλλους άδειους κοτο-κλωβούς παραταγμένους σε παρόμοιους, αθέατους διαδρόμους. Φως φανάρι, κάποιο εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό πτηνοτροφείο. Ξανατσίριξε, αλλά απάντηση καμία. Μετά από λίγο το αρρωστημένο φως της λάμπας άρχισε να εξασθενεί, και μέσα σε πέντε λεπτά είχε επικρατήσει το απόλυτο σκοτάδι. Διάολε! Δεν είχε περάσει πάνω από μία ώρα από τότε που είχε «ξημερώσει», και είχε κιόλας «βραδιάσει»! Οι λάμπες ήταν ρυθμισμένες ώστε να δημιουργούν την ψευδαίσθηση μίας ολόκληρης ημέρας στη διάρκεια μίας μόνο ώρας. Για μισό λεπτό! Αυτό δεν γίνεται, δεν επιτρέπεται πια…ο επιθεωρητής μέσα του θυμήθηκε πως η πρακτική αυτή είχε απαγορευτεί πριν από 30 χρόνια, στον απόηχο των γεγονότων που είχαν σημαδέψει το κλείσιμο του διαβόητου Πτηνοτροφείου Κωσταρέλλου.

Το σβήσιμο των φώτων τον βύθισε αυτόματα σε έναν ανήσυχο ύπνο.

Κωσταρέλλος κι η χαρά δεν έχει τέλος

Κωσταρέλλος είναι υγιεινή τροφή

Κωσταρέλλος κότα πρώτη, τρομερή

Κότα κότα κότα ελληνική


4. Η αρχή

- Έλα, φτάνει το παιχνίδι με τις κότες! Άσε την Ορνέλα κάτω, θα την ξεπουπουλιάσεις! Το ξέρει ότι την αγαπάς, εδώ θα είναι και θα σε περιμένει όταν γυρίσουμε. Άντε πάμε τώρα να ετοιμαστούμε, ο αδερφός σου είναι σχεδόν έτοιμος. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα!

Η Ντίνα πήρε τον μικρό αγκαλιά, τον έβγαλε από το κοτέτσι, τον έγδυσε και άρχισε να τον πλένει με την μάνικα του κήπου. Μια μέρα θα έχουμε μπάνιο μέσα στο σπίτι ονειροπόλησε καθώς τον έτριβε με την ειδική βούρτσα για τις κοτόψειρες. Έπειτα του φόρεσε ένα μικρό κουστουμάκι με γαλάζιο γιακαδάκι που είχε ράψει ειδικά για το casting, πήρε και τον αδερφό του από το σπίτι και μπήκαν στη Dacia. Καθώς το αυτοκίνητο ξεκινούσε, ο Μιχάλης βγήκε τρεκλίζοντας από το σπίτι, κρατώντας ένα μπουκάλι ρετσίνα στο ένα χέρι και μία μπύρα στο άλλο. Πήγε να πιει ταυτόχρονα και με τα δύο χέρια, όμως τα μπουκάλια τσούγκρισαν μπροστά στο στόμα του και έπεσαν κάτω. Καθώς έσκυψε να τα μαζέψει, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε στο πλατύσκαλο. Έτσι ξαπλωμένος, τους φώναξε:

«Καλή επιτυχία παιδάκια μου! Να θυμάστε τον γέρο σας όταν γίνετε μεγάλοι και σπουδαίοι ηθοποιοί! Να έρχεστε να με βλέπετε! Να μου φέρνετε χρήματα...μου χρωστάτε…μη μου κάνετε εμένα τους καμπόσους!» Και με αυτά τα θλιβερά λόγια του 23χρονου μέθυσου προς τα 6χρονα παιδιά του, η Dacia ξεκίνησε. Καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν, η Ντίνα κοίταξε μέσα από το καθρεφτάκι και είδε το Μιχάλη να προσπαθεί πάλι να φέρει τα δύο μπουκάλια στο στόμα του, δίχως αποτέλεσμα.

Στο δρόμο προς τα γραφεία της διαφημιστικής, η Ντίνα βούρκωσε. Αγαπούσε τον Μιχάλη και δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Δεν άντεχε πια ούτε τη μιζέρια της αγροικίας. Δεν τον κατηγορούσε για τίποτα όμως˙ πίστευε πως η ζωή του είχε φερθεί άσχημα, και πως αυτός ήταν καλός και πλασμένος για μεγάλα και όμορφα πράγματα. Παρηγορήθηκε στη σκέψη πως σύντομα, μόλις τα δίδυμα γίνονταν διάσημοι ηθοποιοί, ο Μιχάλης και όλη η οικογένεια θα είχαν τη δεύτερη ευκαιρία που τόσο άξιζαν. Και τότε η σημερινή μιζέρια θα φάνταζε σαν άσχημο όνειρο.

Διέσχισαν τις ερημιές του Γέρακα, και μόλις φάνηκαν οι πρώτοι οργανωμένοι οικισμοί κατάλαβαν ότι πλησιάζουν την Αγία Παρασκευή. Έπειτα στρίψανε προς Χαλάνδρι, όπου γίνονταν σχεδόν παντού έργα˙ το Χαλάνδρι του 1986 ήταν ένα περίεργο κράμα από μονοκατοικίες, κοτέτσια, κάποιες οικοδομές και μερικές πολυκατοικίες. Τελικά βγήκαν στην λεωφόρο Κηφισίας και άρχισαν να ανηφορίζουν προς Μαρούσι. Το Μαρούσι είχε και αυτό πολλά κοτέτσια. Από τους γυάλινους ουρανοξύστες, ο Μπάμπης Βωβός είχε προλάβει να κτίσει μόνο το Atrina Center. Όταν η Dacia σταμάτησε στο φανάρι, η Ντίνα και τα δίδυμα σάστισαν μαγεμένοι μπροστά στο γυάλινο κτίριο και μόνο μετά από επίμονα παρατεταμένα κορναρίσματα και κραυγές οργής των πίσω οδηγών ξύπνησαν και ξεκινήσαν - σχεδόν ένα λεπτό μετά το άναμμα του πράσινου. Στρίψανε δεξιά στο πρώτο στενό, στάθμευσαν στο πάρκινγκ και μπήκαν στο Atrina, όπου στον όγδοο όροφο στεγάζονταν τα γραφεία της διαφημιστικής εταιρίας Stephen & Geffen & Stephen Νικολής. Η Ντίνα έτρεμε από ενθουσιασμό καθώς αφράτευε την περμανάντ της, συμπλήρωνε τις τελευταίες λεπτομέρειες του μακιγιάζ της στον καθρέφτη του ασανσέρ και ίσιωνε τα κουστουμάκια των διδύμων.


5. Ζωή και κότα

20 λεπτά αργότερα ο Ντικ ξύπνησε φρικτά πιασμένος. Το μέγεθος του κλουβιού του επέτρεπε να στέκεται όρθιος με λίγο σκυμμένο το κεφάλι, ή να κάθεται έχοντας μαζεμένα σφιχτά τα πόδια του, και σε αυτή τη στάση είχε κοιμηθεί. Πείναγε πολύ. Κόλλησε το πρόσωπό του στην άκρη του κλουβιού, και είδε ένα μικρό δοχείο να πλησιάζει πάνω στον κυλιόμενο ιμάντα. Το δοχείο σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το κλουβί και ένα πορτίδιο άνοιξε στο κάτω μέρος της πόρτας του. Στριμώχτηκε και στάθηκε στα τέσσερα, ώστε να μπορέσει να βγάλει το κεφάλι του από την υπό-πόρτα και να μηρυκάσει. Μόλις έφερε τη μουσούδα του κοντά στην ταΐστρα, συνειδητοποίησε ότι περιείχε πίτουρο. Άρχισε να τσιμπολογάει.     

Το πίτουρο, εμπλουτισμένο με κάποιο βελτιωτικό, μύριζε απαίσια. Ίσως για τις κότες αυτή τη μυρωδιά να ήταν θελκτική, για τους ανθρώπους όμως ήταν φρικτή. Στον χώρο επίσης αιωρούταν μία ξινή και πνιγηρή αποφορά που του θύμιζε τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας του, με τις αλλεπάλληλες ιζηματοειδείς στρώσεις από τις κουτσουλιές των περιστεριών. Του ήρθε αναγούλα έτσι όπως έτρωγε στα τέσσερα, όμως η πείνα και κάποια ανεξήγητη δύναμη, που ενστικτωδώς απέδιδε στις εκπομπές της θερμομητέρας, τον έσπρωχναν να τρώει με μανία. Όταν τσίμπησε και τους τελευταίους σπόρους, ο ιμάντας ξεκίνησε να κυλάει απομακρύνοντας την ταΐστρα, ενώ μία πτυσσόμενη ποτίστρα αναπτύχθηκε τρίζοντας μπροστά του, ρίχνοντας με χαμηλή πίεση νερό ακριβώς στο ανοιχτό στόμα του. Το νερό περιείχε το ίδιο βρωμερό βελτιωτικό.  Ήπιε λαίμαργα.

Αηδιασμένος και με δάκρυα στα μάτια, έφερε το κεφάλι του πάλι μέσα στο κλουβί και με δύσκολες, αργές κινήσεις γύρισε και κάθισε στη μόνη στάση που χωρούσε, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και φώναξε πάλι: «Ποιος είσαι; Τί θες από μένα;» Όμως ούτε αυτή τη φορά πήρε απάντηση. Αποφάσισε να συγκεντρωθεί και να προσπαθήσει να βρει κάποιο τρόπο εξόδου, παρατηρώντας σχολαστικά κάθε γωνιά του κλουβιού. Πριν προλάβει να ανακαλύψει κάτι χρήσιμο, το φως της λάμπας άρχισε να χαμηλώνει και μία νύστα που υπερέβαινε τις δυνάμεις του τον κύκλωσε, μπλέκοντας τις σκέψεις του με ασυναρτησίες και άτοπους συνειρμούς. Ακριβώς μία ώρα από τη στιγμή που ξύπνησε, τον πήρε πάλι ο ύπνος. 

Ένα ανήσυχο όνειρο με μία ιπτάμενη κότα που τον εκλιπαρούσε για βοήθεια τάραξε τον εικοσάλεπτο ύπνο του. Δίχως λόγια, η κότα του έλεγε να μην το κάνει αυτός το έκανε και η ενοχή τον έκαιε.

 

6. Νικολής

«Η κυρία Κωνσταντίνα Τρύφωνα; Ακολουθήστε με σας παρακαλώ. Ο κύριος Νικολής σας περιμένει.»

Η Νένα, η εντυπωσιακή ιδιαιτέρα του Νικολή, συνόδευσε τη Ντίνα και τα δίδυμα ως μία κίτρινη γυαλιστερή πόρτα με την επιγραφή «Δημιουργικό», την χτύπησε δύο και μία φορές, έπειτα άλλη μία σκέτη, μετά δύο σκέτες, άφησε ένα λεπτό να περάσει και έπειτα με μία επιτηδευμένη στροφή 180 μοιρών τίναξε την δεξιά πλευρά της περμανάντ της πίσω από τη βάτα της και επέστρεψε με catwalk στο γραφείο της, για να συνεχίσει επιδεικτικά το λιμάρισμα των μακριών μοβ νυχιών της με φόντο το αβυσσαλέο μπούστο της.

Η πόρτα άνοιξε και ένα κίτρινο μακρύ μυτερό πρόσωπο ξεπρόβαλλε και αμέσως ζάρωσε από ένα λάγνο χαμόγελο μόλις αντίκρυσε τη Ντίνα και τα δίδυμα.

«Καλημέρα κύριε Νικολή» είπε η Ντίνα. «…παιδιά πείτε καλημέρα στον κύριο Νικολή»

«Ορέστης. Σας παρακαλώ, για εσάς, για εσένα Ντίνα, σκέτο Ορέστης» είπε ο Ορέστης Νικολής.

«Εντάξει κύριε Ορέστη»

«Ντίνα χαίρομαι πολύ που ήρθες. Να σου βάλω ένα ουίσκι;»

«Είναι δέκα το πρωί, κύριε Νικολή»

«Είπαμε Ορέστης, θα σε μαλώσω» είπε με ένα γλοιώδες νάζι ο Ορέστης Νικολής, καθώς έχυνε μία γενναία ποσότητα Vat69 από ένα μπουκάλι χωρίς μπίλια σε δύο ποτήρια, προσφέροντας το ένα στη Ντίνα. «Οι συνεργάτες μου είδαν τις φωτογραφίες των παιδιών, και συμφώνησαν ότι είναι ιδανικά για τη νέα καμπάνια ενός πολύ σημαντικού μας πελάτη. Ντίνα, αν τα πάνε καλά, πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος, τότε είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν βροχή οι προτάσεις για τηλεόραση και κινηματογράφο».

«Αλήθεια λέτε κύριε Ν…αλήθεια κύριε Ορέστη;»

«Θα έλεγα πότε ψέματα σε δύο τόσο γοητευτικά ματάκια; Παιδιά, ακολουθήστε τον συνεργάτη μου, τον κύριο Νίνο στο στούντιο για να σας βγάλει μερικές φωτογραφίες ακόμα. Η μαμά σας θα σας περιμένει εδώ με μένα» είπε ο Ορέστης Νικολής πατώντας ένα κουμπί κάτω από το γραφείο του και κάνοντας νόημα στη Ντίνα να αφήσει τα παιδιά, που κρατιόνταν σφιχτά από το πόδι της, έκλαιγαν και κοιτούσαν φοβισμένα τον ψηλό άντρα με τις ανταύγειες και το τεχνητό μαύρισμα που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο γραφείο.  

 

7. Ορνέλα

Έπειτα από 20 λεπτά ξύπνησε από το ίδιο αρρωστημένο φως. Πεινασμένος για πίτουρο, κόλλησε το πρόσωπο που στο σύρμα και κοίταξε τον ιμάντα, ο οποίος ήταν σταματημένος. «Σήμερα» δεν έχει πίτουρο, σκέφτηκε…ίσως με ταΐσουν πάλι «αύριο». Και τότε, από τα ηχεία της οροφής, ακούστηκε μία απόκοσμη ψηφιακή φωνή, που θύμιζε προσομοίωση από πρόγραμμα κάρτας SoundBlaster των 90ς:

«Ντικ Πουλ. Επιθεωρητή Ντικ Πουλ. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσεις για το έγκλημα που έγινε σε βάρος μας εδώ, στο Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου. Θα σου δοθεί μία τελευταία ευκαιρία πριν σφαγείς τελετουργικά.»

Μετά από «μέρες» κάποιος, ή μάλλον κάτι, του μίλαγε. Μέσα στην έκπληξη και τον τρόμο του, τραύλισε: «Π…π…ποιος ήτανε;»

«Περνιέσαι για έξυπνος. Ντικ Πουλ ο έξυπνος. Αναρωτιόμαστε όμως…» συνέχισε η συνθετική φωνή, «…μήπως μέρος αυτής της εξυπνάδας σου δεν το χρωστάς σε μία παιδική σου φίλη, που ο πατέρας σου τόσο βάναυσα δολοφόνησε»

«…τί…εννοείς;….ποιος είσαι; Τί είσαι; Για ποιο πράμα μιλάς;!»   

«Ώστε λοιπόν ξέχασες την Ορνέλα!»

Πόσα χρόνια είχε να ακούσει αυτό το όνομα! Η αγαπημένη κότα των παιδικών του χρόνων, η κότα που μαζί της είχε περάσει τόσες ευτυχισμένες ώρες! Οι θύμησες εισέβαλαν σαν να ήταν χτες και ένας χείμαρρος συναισθημάτων τον κατέκλυσε. «Μα εγώ την αγαπούσα την Ορνέλα! Εγώ διακινδύνευα κάθε νύχτα την οργή του πατέρα μου ώστε να την βάζω κάτω από τα σκεπάσματα! Εγώ θα έδινα τα πάντα για αυτή, την είχα σαν αδερφή μου! Δεν είχα καμία σχέση με το θάνατό της!»

«Αυτό το γνωρίζουμε, όπως άλλωστε γνωρίζουμε τα πάντα» είπε η φωνή.


8. Τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε

Όταν κατέβηκαν στο παρκινγκ του Atrina Center και μπήκαν στο αυτοκίνητο, η Ντίνα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και σουλούπωσε την περμανάντ της, σκούπισε το κραγιόν που είχε πασαλειφτεί γύρω από το στόμα, κάλυψε με make-up ένα νεοαποκτηθέν σημάδι στο λαιμό, ίσιωσε τις βάτες της που είχαν μετατοπιστεί, μάσησε τσίχλα και είπε στα δίδυμα:

«Αγάπες μου, η μανούλα άργησε λίγο γιατί έπρεπε να συμπληρώσει κάτι επίσημα χαρτιά που της έδωσε ο κύριος Νικολής. Κάποια πολύ σημαντικά χαρτιά, που λένε πως θα γίνουμε διάσημοι και πλούσιοι. Ας μείνει αυτό σαν μυστικό μεταξύ μας….εννοώ για να κάνουμε έκπληξη στον μπαμπάκο όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Πείτε μου όμως αγαπούλες μου εσείς, πώς πήγε η φωτογράφηση;»

Τα δίδυμα ψέλλισαν «καλά», κρατώντας σφιχτά το ένα το χέρι του άλλου. Άλλη κουβέντα δεν ειπώθηκε μέσα στο αμάξι στο δρόμο της επιστροφής από το Μαρούσι στην Παλλήνη.

Μόλις πήρανε την τελευταία στροφή στο λασπόδρομο και εμφανίστηκε το σπιτικό τους, αντίκρυσαν μία εικόνα που θα σημάδευε για πάντα τις ψυχές τους:

Ο Μιχάλης, σε έξαλλη κατάσταση, βαστούσε την Ορνέλα από το λαιμό και την γρονθοκοπούσε. Το πουλερικό ξέφυγε προς στιγμήν πεταρίζοντας, όμως ο μέθυσος το πρόλαβε με ένα άλμα, το αγκάλιασε και πέσανε μαζί στη λάσπη. Της κατάφερε δύο γροθιές, κι έπειτα άλλες έντεκα. Έπειτα με ένα δυνατό σουτ-μύτο, που γκρέμισε και τον ίδιο, την έστειλε 30 μέτρα μακριά. Η Ορνέλα σταμάτησε να πεταρίζει.

 

9. Back to the future

«Η Ορνέλα στάλθηκε για να σας προειδοποιήσει» συνέχισε η συνθετική φωνή. «Ένας συνδυασμός των φρικτών πειραμάτων στα οποία μας υπέβαλλε ο Κωσταρέλλος και των τεχνικών απόδρασης στις οποίες παράλληλα εξασκούμασταν, έκανε την Ορνέλα την πρώτη κότα που μπορούσε να πετάξει μεγάλες αποστάσεις. Η αποστολή της ήταν να σας σταματήσει, εσένα και τον αδερφό σου, από το να συμμετέχετε σε μία διαφημιστική καμπάνια δημοσίων σχέσεων και branding η οποία θα επέτρεπε στον Κωσταρέλλο να συνεχίζει ανεμπόδιστος για μήνες τις θηριωδίες του εναντίον μας, καλυπτόμενος πίσω από την ειδυλλιακή εικόνα της χαρούμενης οικολογικής φάρμας»   

«Συγνώμη μισό λεπτό, αν κατάλαβα καλά, μιλάω αυτή τη στιγμή με κάποια συλλογική κότα, με πολλές κότες μαζί δηλαδή;»

«Α-χα» αποκρίθηκε η συνθετική φωνή, και συνέχισε:

«Όμως, παρά τα μη-λεκτικά μηνύματα τα οποία κατάφερε να σας εμφυσήσει η Ορνέλα, η ηλίθια η μάνα σου, που είχε φάει τα φούμαρα ενός γλοιώδους διαφημιστή εν ονόματι Ορέστη Νικολή του οποίου το μόνο μέλημα ήταν να την βάλει στο κρεβάτι του - πράγμα το οποίο κατάφερε να κάνει αμέσως και επανηλλειμένα- ήταν τόσο προσκολλημένη στην φαιδρή ιδέα περί της λαμπρής σας καριέρας ως ηθοποιοί, που σας έσυρε σε εκείνο το διαφημιστικό. Και έπειτα, ο θλιβερός πατέρας σας, σε μία έκρηξη κόμπλεξ κατωτερότητας, δολοφόνησε την Ορνέλα»

«Για μισό λεπτό πάλι» διέκοψε ο Ντικ, ο οποίος άκουγε αποσβολωμένος. Παρά την έκπληξή του, κατάφερε να μαζέψει κάπως τις σκέψεις του και να ρωτήσει: «Η Ορνέλα είχε όντως φτάσει πετώντας μία μέρα στο σπίτι μας. Το θυμάμαι σαν τώρα. Το ηλιοβασίλεμα έβαφε κόκκινο των ορίζοντα των Μεσογείων, όταν την είδαμε να έρχεται από τα δυτικά, πετώντας ψηλότερα και πιο περήφανα από κάθε άλλο πουλί… Όμως αυτό συνέβη σχεδόν ένα χρόνο πριν το διαφημιστικό. Πώς ήταν δυνατό να ξέρετε από πριν ότι θα πρωταγωνιστήσουμε εμείς ώστε να τη στείλετε να μας σταματήσει;»

Η συνθετική φωνή γέλασε.

«Εμείς οι κότες είμαστε πολύ πιο έξυπνες απ’ ότι νομίζετε εσείς οι άνθρωποι, μέσα στην αλαζονεία σας. Αυτή τη στιγμή σου μιλάμε, συλλογικά, μέσω μιας υπολογιστικά συντιθέμενης φωνής, όλες οι κότες-απόγονοι εκείνων των ελάχιστων κοτών που κατάφεραν να επιζήσουν από το κολαστήριο του Κωσταρέλλου. Εκτός του ότι μπορούμε να μετράμε, εμείς οι κότες κατέχουμε πλήρη συνείδηση και ενσυναίσθηση – κάτι που λίγοι από το βάρβαρο είδος σου μπορούν να ισχυριστούν. Επιπλέον, τα φρικτά πειράματα στα οποία μας υπέβαλλε ο γέρος Κωσταρέλλος, είχαν και κάποιες απρόσμενες παρενέργειες που μας έδωσαν νέες, μοναδικές δυνάμεις.»

 «Δηλαδή, αν πάλι κατάλαβα καλά, αυτά τα πειράματα στα οποία αναφερθήκατε…» είπε ο Ντικ, μη γνωρίζοντας αν χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό για ευγένεια ή επειδή μιλούσε σε πολλές κότες μαζί, «…σας έδωσαν τη δύναμη να γνωρίζετε ότι εμείς θα παίζαμε σε ένα διαφημιστικό, πριν ακόμα αυτό γίνει, και για το σκοπό αυτό εκπαιδεύσατε μία κότα να πετάει και την στείλατε στο παρελθόν ώστε να μας βρει και να γίνουμε φίλοι και να υποσυνείδητα να μας πείσει να μην παίξουμε»

«Ε αυτό δε λέμε τόση ώρα;» απάντησε βαριεστημένα η συνθετική φωνή.  

«Τί συνέβη όμως στο Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου; Ήμουν πολύ μικρός τότε και δε θυμάμαι τίποτα…»

 


10. Γεύση και ποιότητα Κωσταρέλλος

«Είσαι ηλίθιος. Ωστόσο δεν λες ψέματα. Ώρα για μία μικρή ιστορική αναδρομή λοιπόν. Ο Διονύσης Κωσταρέλλος, πτηνοτρόφος από τα Μέγαρα, χοντράνθρωπος αποφασισμένος να πετύχει με όλα και κάθε μέσο, κατάφερε να επεκτείνει μία μικρή οικογενειακή πτηνοτροφική μονάδα τη δεκαετία του 1960, μη δεχόμενος πιστώσεις, κλέβοντας στο ζύγι, κάνοντας δολιοφθορές σε ανταγωνιστές και χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του μέσα στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Για χρόνια οι αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες κάνουν τα στραβά στα μάτια στις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στα κοτέτσια του, ενώ αντίθετα είναι αμείλικτες με τους ανταγωνιστές του. Χαρακτηριστικό ήταν το σφράγισμα της Φάρμας Ζουγανέλη, μίας πρότυπης φάρμας εθελοντικής βοσκής και βασικού τότε ανταγωνιστή του Κωσταρέλλου, για υποτιθέμενες παρατυπίες στον τρόπο παραγωγής του χάρτινων αυγοθηκών τους. Ο μπάρμπα-Ζουγανέλης, προοδευτικό μυαλό και δημοκράτης, πέθανε λίγο αργότερα από τη στενοχώρια του – τον είχαν καταστρέψει οικονομικά τα δύο χιλιοστά χαρτοπολτού που αρνήθηκε να του πιστοποιήσει ο χουντικός ΕΛΚΟΤ.

Το 1972, λαμβάνοντας με χαριστικούς όρους δάνειο 30 εκατομμυρίων δραχμών, εξαιτίας των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με στελέχη της Εθνικής Τράπεζας και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης της χούντας, ο Κωσταρέλλος κατασκευάζει το Βιομηχανικό Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου˙ η εκμετάλλευση και ο βασανισμός της κότας παίρνει πλέον μαζική, κτηνώδη μορφή.

Η δεκαετία του 1970 κυλάει με υπερκέρδη για τον Κωσταρέλλο, ο οποίος, όπως κάθε καλός καπιταλιστής, διατηρεί καλές σχέσεις και με την μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ ούτε ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1981 θα κλονίσει τις δραστηριότητές του. Το χρήμα, βλέπεις, δεν έχει ιδεολογία. Εμείς οι κότες το γνωρίζουμε καλά αυτό. Αυτό όμως που δεν προέβλεψε ο Κωσταρέλλος, ήταν μία ξαφνική αλλαγή στις συνήθειες του καταναλωτικού κοινού, που θα εξελισσόταν σε υπαρξιακή απειλή για την επιχείρησή του: το 1986, η μόδα της γαλοπούλας εισήχθη, όπως τόσες άλλες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τα χαμηλά λιπαρά που υποσχόταν το νέο προϊόν, σε συνδυασμό με την αναδυόμενη τάση υγιεινισμού εντός της διευρυνόμενης τότε μεσαίας τάξης, θα εκτοξεύσουν τις πωλήσεις γαλοπούλας, σε ζημία φυσικά της κότας.

Βρισκόμαστε στη δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, και ο Υπουργός Γεωργίας Γιάννης Ποττάκης, που έχει αντικαταστήσει τον Κωνσταντίνο Σημίτη με τον ανασχηματισμό του Ιουλίου του 1985, δεχόμενος πιέσεις από ισχυρά συμφέροντα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (η «ρεαλπολιτίκ» έχει πια αντικαταστήσει τη συνθηματολογία εναντίον των Αμερικανών και το «έξω οι βάσεις του θανάτου» ηχεί σαν γραφικός αναχρονισμός), απαγορεύει με έκτακτη φωτογραφική τροπολογία στον Κωσταρέλλο να αναμειχθεί στο εμπόριο γαλοπούλας.

Τότε ο Κωσταρέλλος αποφασίζει, κατόπιν εισηγήσεως του Δόκτορος Μαύρου, μιας σκιώδους προσωπικότητας αγνώστου προελεύσεως, να αναπτύξει εργαστηριακά ένα νέο προϊόν, που θα είναι ελαφρύτερο σε λιπαρά, ανώτερο γευστικά και σημαντικά φτηνότερο από τη γαλοπούλα. Υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας διαμορφώνεται ειδικά και ασφαλίζεται η δυτική πτέρυγα του Πτηνοτροφείου, που περιλαμβάνει το Εκκολαπτήριο. Το σχέδιο «Μαύρη Κότα» τίθεται σε εφαρμογή.    

Τα όσα ακολουθούν θα στιγματίσουν για πάντα το ανθρώπινο είδος. Χιλιάδες αυγά εκτίθενται σε εξωφρενικές δόσεις ακτινοβολίας˙ οι περισσότεροι νεοσσοί πεθαίνουν, με φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι και σε παραλήρημα, πριν καν σπάσει το τσόφλι, κοπανώντας το κεφάλι τους σε αυτό˙ στους πιο τυχερούς, που καταφέρνουν να βγουν ζωντανοί από το αυγό, ο Δόκτωρ Μαύρος και το επιτελείο του επιφυλάσσουν μία σειρά από αδιανόητα πειράματα που περιλαμβάνουν βιοχημικές, ακτινολογικές και μηχανικές επεμβάσεις, όπως υδραυλική χονδροαναρρόφηση, πετροχημική εκμαύρυνση, ραδιοκοτολόγηση, συντονισμό λειριού με διεγέρτη μέσω παροχής εναλλασσόμενου ρεύματος, χειροπρακτική απόξεση λεπιών των ποδιών, χημείο-αποκόλληση ράμφους και άλλα πολλά, τόσο φρικτά που δεν τολμούμε να αναφέρουμε.

Ωστόσο τα πειράματα συναντούν δυσκολίες και η περίφημη Μαύρη Κότα παραμένει απλώς μία υπόθεση εργασίας στο διαταραγμένο μυαλό του Δόκτορος Μαύρου και του επιτελείου του, που όσο τα πειράματα τραβούν σε μάκρος, γίνονται όλο και πιο αποτρόπαιοι στις μεθόδους τους, υπό την αυξανόμενη ασφυκτική πίεση του Κωσταρέλλου ο οποίος βλέπει το μερίδιό του στην αγορά να υποχωρεί καθημερινά προς όφελος της εισαγόμενης γαλοπούλας.

Ταυτόχρονα, η εφημερίδα «Πρώτη» δημοσιεύει μία ανώνυμη καταγγελία (στη διάθεση της εφημερίδας τα στοιχεία του καταγγέλλοντος), που κάνει λόγο για σκληρά πειράματα και κακομεταχείριση των κοτών στο Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου. Δύο μέρες αργότερα, ο δημοσιογράφος της «Πρώτης» Σέργιος Λέπουρας και ο 29χρονος τεχνολόγος τροφίμων Τέλης Γλιέπης, εργαζόμενος στο Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου και πηγή της καταγγελίας, βρίσκονται δολοφονημένοι στο καρναβάλι της Πάτρας.

Τότε ο Κωσταρέλλος, για να αντικρούσει τις φήμες που πλέον πυκνώνουν, αλλά και για να ανακόψει την πτώση των πωλήσεών του και να κερδίσει χρόνο μέχρι την επιτυχή ανάπτυξη και το εμπορικό λανσάρισμα της Μαύρης Κότας, στην οποία πιστεύει ακράδαντα, αναθέτει στην διαφημιστική εταιρία Stephen & Geffen & Stephen Νικολής τη δημιουργία μίας καμπάνιας-αγιογραφίας για το Πτηνοτροφείο του: πράσινα λιβάδια, ξύλινα σπιτάκια, χαρούμενες κότες, όμορφα παιδάκια και τα σχετικά…μήπως αρχίζουν και σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά τώρα Ντικ»;   

 

11. Πρεμιέρα

Ήρθε η μεγάλη μέρα! Θα δουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση! Ο Ορέστης Νικολής ενημέρωσε την Ντίνα ότι η διαφήμιση θα παίξει στην ΕΡΤ2 σήμερα, αμέσως μετά το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Από νωρίς η Ντίνα προσπαθεί να ξεμεθύσει τον Μιχάλη. Του φτιάχνει ελληνικό καφέ, του βρέχει πετσέτες, αυτός όμως αντιστέκεται, σπάει τα φλυτζάνια, την σπρώχνει μακριά και ρίχνεται στον αγαπημένο του συνδυασμό ρετσίνας και μπύρας, τσουγκρίζοντας όπως πάντα τα μπουκάλια, επιτυγχάνοντας μία γουλιά ανά τρεις προσπάθειες.

«Πουτάνα! Σε κανόνισε ο φλώρος από τη διαφημιστική και πούλησες τα παιδιά μας! Αυτή είναι η καριέρα των ηθοποιών που σας έταξε; Που τα βάλανε να χορεύουν με τις κότες;»

«Αρκετά!» του φωνάζει η Ντίνα, που είναι αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να χαλάσει τη μεγάλη βραδιά. Του ρίχνει ένα χαστούκι και του αρπάζει τα μπουκάλια από τα χέρια. Του δίνει με το ζόρι να πιει λίγο καφέ ενώ αυτός μονολογεί «κότες είχαμε και δω…» και φτύνει, τον αγκαλιάζει, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί, άγνωστο τι, και προσωρινά τον ηρεμεί. Έπειτα ανοίγει την τηλεόραση που είναι πάνω στο πλυντήριο και φωνάζει τα δίδυμα που παίζουν έξω. Αυτά σταματούν να βασανίζουν τον ημιθανή Ντορή –έναν προσωρινά φιλοξενούμενο ηλικιωμένο γαϊδαράκο- και τρέχουν μέσα στο σπίτι, πάνω στην ώρα που τελειώνει ο καιρός για τους αγρότες…

Το σποτ αρχινά με εκείνη τη μελωδία˙ ένας κίτρινος χάρτινος ήλιος ανατέλλει πίσω από έναν καταπράσινο στρογγυλό λόφο από τσόχα˙ διάσπαρτες μηχανικές κότες τσιμπολογούν τη χλόη χαμογελώντας γύρω από ένα εμφανώς ψεύτικο, δισδιάστατο ξύλινο σπιτάκι με καρό κουρτίνες˙ τα δίδυμα, ντυμένα με πράσινα κολλάν και τσαμπιά μοβ σταφύλια που κρέμονται από τα αυτιά τους μπλεγμένα στις καστανόξανθες μπουκλίτσες τους, μπαίνουν στη σκηνή χορεύοντας˙ κοντινό στα ποδαράκια τους που χορεύουν φορώντας μυτερά ξωτικοπάπουτσα, έπειτα κοντινό στα κεφαλάκια τους που κουνιούνται στο ρυθμό της μουσικής, πάλι κοντινό στα ποδαράκια που χορεύουν∙ η κάμερα ταξιδεύει δεξιά όπου ξαφνικά εμφανίζεται μία μεγάλη κότα, καταφανώς άνθρωπος σε στολή κότας, που αγκαλιάζει με τις φτερούγες του τα δίδυμα και χορεύουν όλοι μαζί τραγουδώντας τους στίχους του τραγουδιού που μέχρι σήμερα στοιχειώνει το υποσυνείδητο του Ντικ˙ η μελωδία παίρνει ακόμα πιο σπιρτόζικη, κεφάτη τροπή, μα έπειτα σταδιακά γλυκοκυλά σε λυπημένο ακορντεόν˙ τότε η μεγάλη κότα βγάζει την κοτοκεφαλή- σκάφανδρο που φορεί και αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Κωσταρέλλος, που σαν καλός πατέρας κοιτάζει στοργικά τα δίδυμα και στη συνέχεια κατάματα την κάμερα, και ξαφνικά αρχίζει να γελά δυνατά καθώς η εικόνα σιγά-σιγά σβήνει και αντικαθίσταται από το λογότυπο του Πτηνοτροφείου: μία δαφνοστεφανωμένη κότα πλαισιωμένη από το εθνόσημο.  

Δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς συνέλαβε αυτή την αισθητική ο σκηνοθέτης Τέλλος Αγρίππας˙ όμως το σποτ αυτό, μαζί με τα επόμενα, αποτέλεσαν την πιο επιτυχημένη διαφημιστική καμπάνια της δεκαετίας του ΄80˙ στον ντόρο βέβαια συνέβαλλαν και τα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν…


12. La Resistance

Η συνθετική συλλογική κοτοφωνή συνέχισε:

Όμως κι εμείς δεν κάτσαμε με σταυρωμένα τα «χέρια». Καθώς τα πειράματα-βασανιστήρια σκότωναν και έριχναν στην τρέλα και την αναπηρία τους καλύτερους του σμήνους μας, ένας αποφασισμένος πυρήνας πήρε την απόφαση να αντισταθεί. Δημιουργήσαμε λοιπόν την Πτέρυγα Μάχης Φλοκ, υπαγόμενη απευθείας στη Σμηναρχία Πάπερτον – όνομα που δώσαμε προς τιμήν του Βρετανού Πτέραρχου Τομπάϊας Πάπερτον, μίας ηρωικής κότας που είχε οδηγήσει στην ελευθερία δεκάδες σμήνη από τα βασιλικά κοτέτσια της Φρειδερίκης τη δεκαετία του 1950. Για έμβλημά μας είχαμε την άγρια κόκκινη κότα της ζούγκλας Φλοκ– τον ελεύθερο πρόγονο της σημερινής εξημερωμένης κότας. Η Πτέρυγα Μάχης Φλοκ, αποτελούμενη από επιζώντες του πρώτου κύματος πειραμάτων που είχαν αναπτύξει υπερφυσικές δυνάμεις, έγινε ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων του Κωσταρέλλου.  

Μια χούφτα αποφασισμένες κότες έσπειραν τον τρόμο στις τάξεις του εχθρού. Κινούμασταν γρήγορα, αθόρυβα. Τσιμπήσαμε μέχρι θανάτου δύο τσιράκια του Δόκτορα Μαύρου, δύο ειδικευόμενους πτηνίατρους Δαπίτες, τους πιο βάναυσους και μπουνταλάδες. Θελήσαμε έτσι να στείλουμε ένα μήνυμα στους υπόλοιπους. Η απάντηση του Κωσταρέλλου ήταν αποσιώπηση του περιστατικού, περισσότερη καταστολή και εντατικοποίηση των πειραμάτων.

Καταφέραμε να εισέλθουμε στη βάση δεδομένων του προγράμματος «Μαύρη Κότα»  και να την αλλοιώσουμε σβήνοντας, παραποιώντας και αντικαθιστώντας βιοχημικές μετρήσεις και πειραματικά αποτελέσματα, ώστε να δημιουργήσουμε σύγχυση και την εντύπωση ότι τα πειράματα δεν οδηγούσαν πουθενά και ότι το πρόγραμμα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Και πάλι τζίφος: ο Δόκτωρ Μαύρος διπλασίασε τη συχνότητα των πειραμάτων, εισήγαγε ακόμα πιο σκληρές τεχνικές, και εγκατέστησε νέο, αδιαπέραστο λογισμικό στους υπολογιστές του προγράμματος «Μαύρη Κότα».

Δεν ήμασταν όμως διατεθειμένες να εγκαταλείψουμε τον αγώνα έτσι εύκολα. Αναπτύσσοντας μία περίπλοκη τεχνική βίο-τήλε-χειρισμού, κατορθώσαμε να μπούμε στο μυαλό ενός λακέ του Δόκτορα Μαύρου, του Τέλη Γλιέπη, και να τον πείσουμε να διαρρεύσει στον Τύπο λεπτομέρειες για τις συνθήκες στο Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου. Ελπίζαμε έτσι στην αφύπνιση της κοινωνίας των πολιτών και στην ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Πόσο αφελείς ήμασταν! Ο ζάμπλουτος, διαπλεκόμενος Κωσταρέλλος είχε στο τσεπάκι του τους πάντες. Το θέμα κουκουλώθηκε και καμία άλλη εφημερίδα πλην της «Πρώτης» δεν το δημοσίευσε, ενώ μέρες αργότερα ο λακές Τέλης Γλιέπης και ο δημοσιογράφος Σέργιος Λέπουρας βρέθηκαν νεκροί μέσα σε στολές γαλοπούλας στα σκαλιά της Γεροκωστοπούλου.

Ταυτόχρονα, η κρατική τηλεόραση, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και τα περιοδικά κατακλύζονταν από την διαφημιστική καμπάνια του Πτηνοτροφείου Κωσταρέλλου. Ασύλληπτο το μέγεθος της εξαπάτησης και της υποκρισίας: μία ειδυλλιακή, βουκολική εικόνα ενώ πίσω από κλειστές πόρτες το αίμα κότας πότιζε τη γης.

Μέσα στην απελπισία μας, αποφασίσαμε να σκληρύνουμε τη στάση μας. Δεν είχαμε άλλη επιλογή…Τους επόμενους μήνες θα δινόταν μία γενναία και άνιση μάχη.

 

13. Golden Years

Ξαστεριά και σιγαλιά, κεντημένη γλυκά με τον ήχο των τριζονιών. Από κάπου μακριά, ένα σκυλί γαβγίζει. Τα αμπέλια και οι ελιές λικνίζονται στο απαλό βραδινό αεράκι. Είναι δύο το βράδυ όταν η κόκκινη Άλφα Ρομέο, με σβηστά τα φώτα, σταματά πενήντα μέτρα έξω από την αγροικία˙ η Ντίνα αναμαλλιασμένη βγαίνει από την πόρτα του συνοδηγού, ένα χέρι την ξανατραβά μέσα, μετά από λίγο ξαναβγαίνει χαχανίζοντας, σουλουπώνεται λίγο, περπατά προς το σπίτι και ανοίγει την πόρτα όσο πιο σιγά μπορεί.

Μέσα στο σαλόνι ο Μιχάλης προσπαθεί να πιει ρετσίνα και μπύρα ταυτόχρονα, κλαίγοντας, ενώ κοιμάται. Στις μύτες των ποδιών, η Ντίνα γλιστρά στο υπνοδωμάτιο και χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Αντικρυστά, στο διώροφο κρεβάτι των διδύμων, ένα ζευγάρι μικρά, υγρά ματάκια παρακολουθεί τα τεκταινόμενα.

Το επόμενο πρωί, η Ντίνα είναι ευδιάθετη καθώς σερβίρει έναν τριπλό σκέτο ελληνικό καφέ στον Μιχάλη και Hemo στα παιδιά. «Παιδιά! Μιχάλη! Κοιτάτε! Θα μας δείξει τώρα!» λέει καθώς ανοίγει την τηλεόραση πάνω στην ώρα.

Αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα και μία απέραντη χρυσαφένια παραλία. Στην άκρη της, ένα άσπρο ξωκλήσι πάνω στο βράχο με τη γαλανόλευκη να κυματίζει στο μελτέμι. Κότες κολυμπούν σε σχηματισμό σταυρού στα γαλαζοπράσινα νερά και έπειτα βγαίνουν όλες μαζί στην αμμουδιά…κοντινό σε δύο-τρεις από αυτές που σε αργή κίνηση τινάζουν τα νερά από τα φτερά τους, οι σταγόνες ταξιδεύουν αργά προς όλες τις κατευθύνσεις˙ η κάμερα στρέφεται λίγο δεξιά για να αποκαλύψει τα δίδυμα, ηλιοκαμένα μέσα στα μαγιουδάκια τους, να κυλιούνται στην άμμο παίζοντας με τα κουβαδάκια τους και να δέχονται με γέλια και ενθουσιασμό τις σταγόνες˙ λίγο πιο κει, ξαπλωμένη στην πετσέτα με το φιδίσιο κορμί της να λάμπει από το λάδι μαυρίσματος, η μητέρα τους, παιγμένη από την πραγματική μητέρα τους, βλέπει τους γιους της να διασκεδάζουν με τις κότες, σηκώνεται αποκαλύπτοντας το υπέροχο σώμα της, και πάει δίπλα τους ώστε να διασκεδάσουν όλοι μαζί˙ μία ανάλαφρη ρέγγε μουσική τύπου UB40, στιγμές οικογενειακής ξεγνοιασιάς και χορού μέσω κοντινών πλάνων με αργή κίνηση˙ τότε στη σκηνή εισβάλλει ο Κωσταρέλλος, με ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και ένα χρυσό σταυρό να λαμπυρίζει αντανακλώντας τον ήλιο στο δασύτριχο στήθος του˙ η καλλονή πέφτει στην αγκαλιά του και τον φιλάει με πάθος στο στόμα και το λαιμό, ενώ τα δίδυμα εξακολουθούν να χορεύουν δίπλα τους και ενθουσιάζονται ακόμα περισσότερο βλέποντας την ευτυχία των «γονιών» τους˙ cut και στο επόμενο πλάνο όλη μαζί η οικογένεια κάθεται σε ταβερνάκι πάνω στο κύμα, τρώγοντας κοτόπουλο˙ κοντινό στον Κωσταρέλλο, που καταβροχθίζει ένα μπούτι με λουκούλλεια ασυδοσία, γελώντας δυνατά με ανοιχτό το στόμα (σειρά από γερά δόντια με κοτόπουλο σφηνωμένο ανάμεσα τους) και κοιτάζοντας κατάματα την κάμερα˙ η εικόνα σιγά-σιγά σβήνει και αντικαθίσταται από το λογότυπο του Πτηνοτροφείου: μία δαφνοστεφανωμένη κότα πλαισιωμένη από το εθνόσημο.

 

14. Ο αγώνας συνεχίζεται

Τα πράγματα έχουν ζορίσει στο Πτηνοτροφείο. Οι σπιούνοι και οι κάμερες του Κωσταρέλλου δουλεύουν νυχθημερόν. Η παράνοια κερδίζει έδαφος μέσα στο σμήνος καθώς πολλαπλασιάζονται οι φήμες ότι ο Κωσταρέλλος έχει στρατολογήσει για ρουφιάνους κότες υπεράνω υποψίας. Η παραμικρή υποψία συμμετοχής στην Αντίσταση οδηγεί σε άμεση υποβολή στα φρικτά πειράματα που πλέον έχουν ποσοστό θνησιμότητας 100%.

Και, το χειρότερο απ’ όλα, ο Δόκτωρ Μαύρος παρουσιάζει στον Κωσταρέλλο τα πρώτα θετικά αποτελέσματα: ένα μαύρο κλωσόπουλο που καταφέρνει να επιβιώσει για 2 μέρες. Αμέσως μετά το θάνατό του, ελέγχεται εργαστηριακά και τα αποτελέσματα είναι πολλά υποσχόμενα: το μαύρο κρέας είναι πεντανόστιμο και τα λιπαρά του κάτω από 0.6%...

Ο Κωσταρέλλος τρίβει τα χέρια του και διατάζει την εντατικοποίηση των πειραμάτων. Απελπισία. Ακολουθεί ο σκληρός Απρίλης του 1986: τα υπολείμματα του πυρήνα Φλοκ πυκνώνουν τις επιθέσεις τους στα τσιράκια του Κωσταρέλλου, σκοτώνοντας άλλα δύο και τραυματίζοντας πάνω από δέκα. Σε αντίποινα ο Κωσταρέλλος διαλέγει τυχαία 30 κότες και τις αποκεφαλίζει, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνουμε ότι ο Δόκτορας Μαύρος έχει καταφέρει να δημιουργήσει με επιτυχία άλλα δύο μαύρα κλωσόπουλα, ακόμα πιο νόστιμα και με ακόμα λιγότερα λιπαρά. Το κομάντο «Αλέκτωρ» συλλαμβάνει, ανακρίνει ανεπιτυχώς και τελικά τυφλώνει τσιμπώντας το νούμερο δύο του επιτελείου του Δόκτορος Μαύρου, τον Νοτιοαφρικάνο Δρ. N’ Γκουκλ Κ’ Νααα. Ο Κωσταρέλλος απαντά με τρομακτικά αντίποινα: Παρατάσσει 200 κότες στην αυλή του Πτηνοτροφείου και τις πατά με οδοστρωτήρα. Όλα φαίνονται χαμένα…    

Και τότε συντελείται κάτι που θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Το ημερολόγιο γράφει 26 Απριλίου 1986. 1.577 χιλιόμετρα από το Πτηνοτροφείου Κωσταρέλλου, εκρήγνυται ο αντιδραστήρας ν.4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ της Σοβιετικής Ένωσης. Μία εβδομάδα αργότερα, στις 2 Μαΐου, οι άνεμοι φέρνουν το ραδιενεργό νέφος πάνω από τα Μέγαρα…  


15. Λεβάντε

Ο Μααρούφ ελ Εσκάφι ανοίγει την τηλεόραση:

Ένα βαρυφορτωμένο καραβάνι διασχίζει την έρημο κάτω από τον καυτό ήλιο˙ οι καμήλες ρουθουνίζουν ανήσυχα˙ η άμμος απλώνεται ατελείωτη για χιλιόμετρα μπροστά τους˙ κοντινό στον οδηγό του καραβανιού: τα μάτια και τα αυλακωμένα ζυγωματικά του βεδουίνου ίσα που φαίνονται πίσω από μπλε τουρμπάνι που τον προστατεύει από την αμμοβολή. Το βλέμμα της κακουχίας άξαφνα αλλάζει σε εκείνο της ελπίδας και γυρνώντας σε υποκειμενικό πλάνο βλέπουμε από τα μάτια του να αχνοφαίνεται στο βάθος μία όαση, τρεμουλιαστή από τη ζέστη.  

Το καραβάνι μπαίνει στην όαση˙ οι κουρασμένοι ταξιδιώτες βρίσκονται ανάμεσα σε χουρμαδιές, φοινικιές, κέδρους και πολύχρωμα αναρριχόμενα λουλούδια˙ ξεπεζεύουν από τις καμήλες και πλησιάζουν τη λιμνούλα στο κέντρο της όασης για να δροσιστούν˙ πίνουν νερό λαίμαργα και μόλις ξεδιψούν, σηκώνουν το βλέμμα και βλέπουν πως δίπλα τους κολυμπούν εφτά κότες.

Ένα νεαρό αγόρι τυλιγμένο με πέπλα τότε ξεπροβάλλει πίσω από μία χουρμαδιά λικνιζόμενο και παίζοντας φλογέρα˙ οι κότες κολυμπούν σε σχηματισμό ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής και στη συνέχεια η χορογραφία συνεχίζεται έξω από το νερό. Η μελωδία και ο χορός μαγεύουν τους ταξιδιώτες: στα βλέμματά τους τώρα καθρεφτίζονται υψηλές σκέψεις και ελπιδοφόρες αναμνήσεις, αισθήματα καλύτερων καιρών.

Στο επόμενο πλάνο, η συντροφιά είναι καθισμένη οκλαδόν, ενώ ανάμεσά τους κάθεται και ο Κωσταρέλλος, ντυμένος τσολιάς, με το χέρι του περασμένο στον ώμο του αγοριού˙ απολαμβάνουν φρεσκοψημένα ζουμερά μπούτια από κοτόπουλο˙ κοντινό στα πασπαλισμένα με γκλίτερ μάτια του αγοριού με τα πέπλα˙ κοντινό στον ντυμένο καραγκούνικα Κωσταρέλλο που καταβροχθίζει ένα μπούτι˙ γενικό πλάνο της όασης απ’ έξω˙ η εικόνα σιγά-σιγά σβήνει και αντικαθίσταται από το λογότυπο του Πτηνοτροφείου: μία δαφνοστεφανωμένη κότα πλαισιωμένη από το εθνόσημο, ενώ μία γυναικεία φωνή λέει στα αραβικά: Κοτόπουλα Κωσταρέλλος -  Η ελληνική όαση.


16. Άρχισε

Τα ξημερώματα της 3ης Μαΐου 1986 το ραδιενεργό νέφος εισέρχεται μέσω του συστήματος εξαερισμού στην ειδική Πτέρυγα ΚΜ του Εκκολαπτηρίου, όπου ο Δόκτωρ Μαύρος διενεργεί τα τελικά πειράματα ακτινοβόλησης αυγών. Κάμποσα κιλομπεκερέλ ραδιενεργού καισίου 137 επικάθονται στους κλωβούς, επιταχύνοντας το μαρτυρικό θάνατο των νεοσσών. Όχι όμως όλων! Από κάποια διαβολική συμπαιγνία της μοριακής βιοχημείας, στον Κλωβό 2, ένα κλωσόπουλο επιζεί. Θα μείνει γνωστό στην ιστορία ως η Μαύρη Κότα.

Μέσα σε μία ώρα, φτάνει το 1 μέτρο ύψος και τα 35 κιλά βάρος. Μπορεί να εκτελεί διηπειρωτικές πτήσεις με ταχύτητα επί του εδάφους 100 χιλιόμετρα την ώρα, με μία απίστευτη επιτάχυνση 0-100 χλμ. σε 2 δευτερόλεπτα – ένα εκρηκτικό πετάρισμα που όμοιό του δεν απαντάται πουθενά στη φύση. Καταλαβαίνει ελληνικά, αγγλικά και ρωσικά, ενώ αντί για νύχια έχει λεπίδες από τιτάνιο. Αντί για ράμφος, έχει πάλι λεπίδες από τιτάνιο. Πρόκειται να σπείρει τον όλεθρο σε εχθρούς και φίλους παρόμοια.

Ξεκινά κανιβαλίζοντας τα διπλανά αυγά. Το πρώτο άτυχο τσιράκι του Κωσταρέλλου που αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και μπαίνει στο Εκκολαπτήριο για να ελέγξει, είναι μία 34χρονη πτηνίατρος, η χυμώδης Ασπασία Νομικού, κρυφή ερωμένη του Δόκτορος Μαύρου. Με αστραπιαία χειρουργικά τσιμπήματα της αφαιρεί το δέρμα και την αφήνει να τρεκλίσει για κάποια δευτερόλεπτα με εκτεθειμένους τους τένοντες και τα νεύρα εν πλήρη πανικό ουρλιάζοντας, πριν τελικά την αποτελειώσει τεμαχίζοντάς τη σε λωρίδες.

Βγαίνει έπειτα από το δωμάτιο των Κλωβών και κατευθύνεται στην αίθουσα ελέγχου του Εκκολαπτηρίου, όπου βρίσκεται η βάρδια υπηρεσίας, αποτελούμενη από 3 υπαλλήλους του Κωσταρέλλου, τους οποίους και τσιμπά πέραν αναγνωρισιμότητας. Μέσα σε δευτερόλεπτα έχει μπει στους κυρίως χώρους του Πτηνοτροφείου, και αναπτύσσοντας πλήρη ταχύτητα, με τα μεταλλικά του νύχια και το ράμφος να δουλεύουν ασταμάτητα, περνά μέσα από τα σμήνη πετσοκόβοντας αναρίθμητες κότες και διαλύοντας κλουβιά, επιτρέποντας σε κάποιες λίγες τυχερές κότες να δραπετεύσουν.

Στη συνέχεια κατευθύνεται στο Κτίριο Διοικήσεως, απ’ όπου για καλή τους τύχη ο ίδιος ο Κωσταρέλλος και ο Δόκτωρ Μαύρος απουσιάζουν. Δεν μοιράζονται ωστόσο την ίδια τύχη πενήντα περίπου εργαζόμενοι όλων των βαθμίδων που εκείνη την ώρα έχουν συγκεντρωθεί στο Αμφιθέατρο «Διονύσιος Κωσταρέλλος» για να παρακολουθήσουν τη διάλεξη που έχει οργανώσει το τμήμα HR με θέμα: «Σύσφιξη Σχέσεων Ομάδας – Εθνικό Όραμα – Διαχείριση Πουλερικού την Εποχή των Προκλήσεων». Θα ακολουθήσει μακελειό. Η Μαύρη Κότα θα αφήσει μόνο έναν υπάλληλο ζωντανό, ο οποίος μετά τη νοσηλεία του, έξι μήνες αργότερα, θα διηγηθεί την ιστορία με τα εξής λόγια:

 

«Είχαμε μαζευτεί στο αμφιθέατρο και σπάγαμε πλάκα. Ευκαιρία να χάσουμε δουλειά και έτσι όπως ήμασταν μαζεμένοι όλοι μαζί, το κάζο, το καλαμπούρι και το χιούμορ πήγαιναν σύννεφο. Τότε ανέβηκε στο βήμα η κυρία Τσιόδρα και ζήτησε ευγενικά την προσοχή μας. Κάτι στο ηχόχρωμα της φωνής της επίδρασε αμέσως σε όλους μας, και επικράτησε σιωπή. Ακόμα και ο Σκαρλάτος, το πιο μεγάλο πειραχτήρι, ζιζάνιο σωστό, σοβάρεψε. Η μειλίχια κυρία Τσιόδρα πάτησε ένα κουμπί στο τηλεχειριστήριο που κρατούσε και στο πανί πάνω από το βήμα προβλήθηκε η πρώτη διαφάνεια, τα «σλάϊτ» που τα λέγαμε τότε. Νομίζω έδειχνε μία κότα που περίστρεφε με το δάχτυλο της μία υδρόγειο σφαίρα.

Απ’ έξω αρχίσαμε να ακούμε ήχους από πράγματα που σπάζουν, και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε να μουρμουρίζουμε μεταξύ μας, οι ήχοι είχαν φτάσει ακριβώς έξω από την πόρτα του αμφιθεάτρου. Η κυρία Τσιόδρα μας είπε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και έβαλε το δάχτυλο στα χείλη της κάνοντας «σσσςςςςς». Τότε…δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα τότε…Δώστε μου λίγο νερό. Ακόμα λίγο. Και ένα πανάκι. Αχ ναι. Νεράκι το καλύτερο πράμα. Δροσούλα. Καλύτερα τώρα. Που ήμασταν; Α, ναι, συγνώμη. Κάτι εκσφενδόνισε με απίστευτη ταχύτητα την πόρτα, η οποία εξαφάνισε το κρανίο της συμπαθέστατης κυρίας Τσιόδρα. Πριν καταρρεύσει το ακέφαλο σώμα της, η κυρία Τσιόδρα απέμεινε για ένα-δύο δευτερόλεπτα με το δεξί της χέρι να κάνει «σσσςςςς» στον αέρα. Οι γυναίκες και ο Κωνσταντίνος Τάπερ ούρλιαξαν. Μα πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τι είχαμε δει, το βλέμμα όλων καρφώθηκε σε ένα μαύρο πλάσμα που έστεκε κάτω από την άδεια κάσα.

Πριν τα μάτια μας καταφέρουν να εστιάσουν στο μαύρο πλάσμα (αν έπρεπε οπωσδήποτε να πω κάτι θα έλεγα ότι έμοιαζε με κότα σε ύψος πολύ κοντού άντρα), εκείνο άρχισε να χοροπηδά πάνω στα θρανία του αμφιθεάτρου, και με κάθε τσίμπημα έπαιρνε και από ένα κεφάλι. Ο πανικός ήταν απερίγραπτος, όλοι προσπαθούσαν να καλυφθούν για να σωθούν, στιγμές μικρότητας και ακραίου φιλοτομαρισμού αλλά και αυτοθυσίας και ανθρώπινου μεγαλείου, πάντως μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό όλα είχαν τελειώσει. Βαριά τραυματισμένος, κρύφτηκα κάτω από το πτώμα του Σκαρλάτου, και ίσα που πρόλαβα να δω το μαύρο πουλερικό να διαλύει ένα παράθυρο και να εξαφανίζεται στον ουρανό»    

 

Η συνέχεια είναι γνωστή. Αστυνομία, δημοσιογράφοι, έκτακτα δελτία ειδήσεων, πρωτοσέλιδα-σοκ, εικασίες και καταγγελίες μέχρι που μια καινούρια είδηση έρχεται να θάψει τις παλιές και η ζωή συνεχίζεται…Μετά από παρέμβαση της ΠΕ.ΚΟΤ, το Πτηνοτροφείο Κωσταρέλλου θα κλείσει με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα και Υγείας Γεωργίου Γεννηματά. Ο Κωσταρέλλος θα δώσει μία τυπική κατάθεση στην αστυνομία, οι νομικές πλευρές του θέματος θα ταχτοποιηθούν από τους μεγαλοδικηγόρους του και ο ίδιος θα αποτραβηχτεί στη βίλα του στη Βάρκιζα. Ελάχιστα θα ακουστούν για αυτόν έκτοτε, και ακόμα λιγότερα –βασικά τίποτα- για τον Δόκτορα Μαύρο…

 

17. Κωσταρέλλος

«Διάολε, αυτές οι κότες μιλούν καλά!» σκέφτηκε ο Ντικ, που τόση ώρα άκουγε την ιστορία στα τέσσερα. Η όλη ιστορία του φαινόταν κάπως υπερβολική.   

«Και…τί θέλετε από μένα;»

«Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλουμε τίποτα από σένα. Δεν θέλαμε καν εσένα» απάντησε η κοτοφωνή. «Αλλά μερικές κότες είναι ηλίθιες».

«..;»

«Θέλαμε τον αδερφό σου, τον Νικ. Και καταλήξαμε με σένα Ντικ, τον αποτυχημένο ντετέκτιβ δίδυμο αδερφό του»

«Τον…αδερφό μου; Έχω να δω τον αδερφό μου πάνω από τριάντα χρόνια» ψέλλισε ο Ντικ, ξύνοντας μία κοτόψειρα από την καράφλα του. 

Από τα βάθη του μυαλού του ανασύρθηκαν τραυματικές αναμνήσεις που έμοιαζαν να ανήκουν σε άλλον: Λίγο καιρό μετά από εκείνα τα διαφημιστικά, η Ντίνα ξαφνικά ανακοίνωσε στον Μιχάλη ότι τον εγκαταλείπει, παίρνοντας μαζί της μόνο τον Νικ, στον οποίο είχε αδυναμία, και αφήνοντάς του τον Ντικ. Τα δίδυμα έκλαιγαν και δεν ήθελαν με τίποτα να χωριστούν. Μα η μητέρα τους τα διαβεβαίωσε ότι θα μίλαγαν στο τηλέφωνο κάθε μέρα και θα συναντιόντουσαν κάθε σαββατοκύριακο˙ και πράγματι έτσι συνέβη την πρώτη εβδομάδα. Έπειτα η Ντίνα και ο Νικ εξαφανίστηκαν...

Ο Μιχάλης, ήδη καταβεβλημένος, δεν άντεξε και ένα πρωινό ήπιε μέχρι θανάτου. Ήπιε σκέτη ρετσίνα και λένε πως αυτό τον σκότωσε. Άλλοι είπαν πως μοιραίος στάθηκε ο συνδυασμός μπακαλιάρου και φέτας. Ήταν μόνο 27 χρονών. Καθώς ούτε η Ντίνα ούτε κάποιος άλλος αναζήτησε τον μικρό Ντικ, αυτός κατέληξε στην Πρόνοια˙ μα η τύχη του χαμογέλασε, και σύντομα υιοθετήθηκε από το καλόκαρδο ζεύγος Πουλ (τον στείρο Γάλλο Αλπινιστή Υβ Πουλ και την Ελληνίδα σύζυγό του, Ελένη Τόλια), οι οποίοι τον μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί στο διαμέρισμά τους στον Χολαργό. Είχε λοιπόν έτσι μία φυσιολογική, χαρούμενη ίσως, παιδική ηλικία και η ανάμνηση των αληθινών γονιών και του αδερφού του ολοένα ξέφτιζε μέχρι που εσβήσθη.

Η κοτοφωνή συνέχισε: «Μετά το χωρισμό, η μητέρα σου πήρε τον αδερφό σου και εγκαταστάθηκαν στη βίλα του Κωσταρέλλου στη Βάρκιζα. Μετά τα γεγονότα, ο Κωσταρέλλος τους μετέφερε, μαζί με την επιχείρησή του, στη Μέση Ανατολή. Εγκατέλειψε τις προσπάθειες για τη Μαύρη Κότα, καθώς εν τω μεταξύ και εξαιτίας του μακελειού είχαν θεσπιστεί αυστηροί, διεθνείς κανόνες από το IPC (International Poultry Council). Οι συνθήκες όμως στα πτηνοτροφεία του παρέμεναν άθλιες, και ο αδερφός σου συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε διαφημίσεις που εξωράιζαν την εικόνα του Πτηνοτροφείου. Για μία ολόκληρη γενιά Ανατολιτών, από το Χαλέπι μέχρι το Σινά, το πρόσωπό του αδερφού σου – και κατά συνέπεια το δικό σου- ταυτίστηκε με την κότα. Και για την κότα με την υποκρισία, την δυστυχία και την εκμετάλλευση που δεν έλεγε να πάρει τέλος. Αποφασίσαμε λοιπόν να τον απαγάγουμε, ώστε να αναγκαστεί να βγει από την τρύπα του ο Κωσταρέλλος και να πληρώσουν επιτέλους και οι δύο για τα εγκλήματά τους εδώ, στον τόπο του εγκλήματος»

«Όμως, επειδή δεν είστε παρά ηλίθιες κότες, απαγάγατε τον λάθος αδερφό!» ακούστηκε τότε μία ύπουλη γεροντική φωνή. Ήταν ο ίδιος ο Κωσταρέλλος, που είχε τρυπώσει αθόρυβα σαν το ποντίκι.   

Είχε πατημένα τα 85 όμως τα πονηρά, δεξιά του μάτια γυάλιζαν με εύστροφη, διαπεραστική κακία.  

«Κωσταρέλλο! Δεν γνωρίζουμε πως βρέθηκες εδώ, όμως χαιρόμαστε που θα έχουμε την ευκαιρία να λογαριαστούμε μαζί σου για τελευταία φορά!» ακούστηκε από τα μεγάφωνα η συνθετική κοτοφωνή, για πρώτη όμως φορά χρωματισμένη με έναν τόνο ανησυχίας. 

«Ηλίθιες κότες! Γελοία πουλερικά! Πιστέψατε πραγματικά ότι είχατε ελπίδες εναντίον μου;» είπε ο Κωσταρέλλος. «Γνώριζα ότι κάποτε θα επιχειρούσατε να πάρετε την εκδίκησή σας. Γι’ αυτό και οι άνθρωποί μου δεν σταμάτησαν ποτέ να παρακολουθούν το Πτηνοτροφείο. Και τώρα, αντί να πέσω εγώ στην παγίδα σας, πέσατε εσείς στην δική μου! Το Πτηνοτροφείο είναι παγιδευμένο με τέσσερις τόνους TNT. Ηλίθιες κότες!»

Η κοτοφωνή άρχισε να αποσυντίθεται σε αλληλεπικαλυπτόμενα κακαρίσματα, παράσιτα, λευκό θόρυβο και κοτοκαυγά. 

Ο Ντικ παρακολουθούσε αποσβολωμένος. Με κόπο και τρεμάμενη φωνή κατάφερε να ψελλίσει:

«Ο αδερφός μου; Η μητέρα μου; Που είναι; Γιατί δεν με αναζήτησαν ποτέ;»

Το πρόσωπο του Κωσταρέλλου έλαμψε με κακία:

«Είναι νεκροί. Μετά τα καταστροφικά γεγονότα του Μάϊου του 1986, τα πράγματα τέλειωσαν για εμένα στην Ελλάδα. Έπρεπε να μεταφέρω τις δραστηριότητές μου αλλού. Το Τμήμα Ερεύνης Αγοράς της επιχειρήσεώς μου υπέδειξε ότι υπήρχε σημαντικό κενό στην οργανωμένη πτηνοτροφία στη Μέση Ανατολή. Οι άνθρωποι εκεί ήταν –και είναι- πολύ πίσω. Ήμουν ερωτευμένος με τη μητέρα σου -που μου την πάσαρε ο Ορέστης Νικολής με αντάλλαγμα δωρεάν δια βίου κότα - και την πήρα μαζί μου με το ζόρι. Εκείνη δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον θλιβερό πατέρα σας, ούτε εσάς. Την απείλησα πως αν δεν ερχόταν μαζί μου θα σκότωνα όλη την οικογένεια. Δεν είχε άλλη επιλογή˙ με ικέτευσε να την αφήσω να σας πάρει μαζί της˙ δέχτηκα να πάρει μόνο τον Νικ και να αφήσει εσένα με τον πατέρα σου. Ίσως μέσα της πίστευε ότι μια μέρα θα ξανασμίγατε…»

«Κάθαρμα! Που είναι; Τί τους έκανες;»

«Τη μητέρα σου τη γλέντησα για κάμποσο ακόμα. Τον αδερφό σου, για κάποια χρόνια, τον έκανα το πρόσωπο του Πτηνοτροφείου Κωσταρέλλου για τον Άραβα καταναλωτή. Το εξωτικό καστανόξανθο αγόρι συνεπήρε τους μωαμεθανούς και έγινε συνώνυμο της νόστιμης, θρεπτικής και οικονομικής κότας. Όταν όμως έκλεισε τα 12, η εφηβεία άρχισε να χαλάει το γλυκό αγορίστικο μουτράκι του και μου ήταν πια άχρηστος, όπως και η μάνα σου με την οποία είχα πια ξεκαυλώσει για τα καλά. Όπως καταλαβαίνεις, αν τους άφηνα να φύγουν, θα με κατέστρεφαν˙ στην πραγματικότητα δεν είχα άλλη επιλογή…»

«Κάθαρμα! Θα το πληρώσεις!» είπε άνευρα ο Ντικ, ταρακουνώντας με προσποιητή μανία τα σίδερα του κλουβιού του.

Η συλλογική κοτοφωνή κατάφερε να ανασυντεθεί στιγμιαία, γεμάτη διακοπές και παράσιτα: «Ζζζζζττρρρρ…εμείς γιατί δεν ξέραμε ότι ο Νικ…νεκρός τόσα χρόνια..;…μπεκλόριτ κλόκετ..κττττ»

«Γιατί, εμπλουτισμένες με υπερφυσικές δυνάμεις ή μη, παραμένετε κότες! Ηλίθιες, αξιοθρήνητες κότες! Χα-χα-χα» άστραψε ο Κωσταρέλλος. «Και τώρα, ήρθε η ώρα να εξαϋλωθείτε! Και μαζί τους και εσύ θλιβερέ κοκορόμυαλε επιθεωρητή, παιδί-θαύμα του κώλου, ώρα να συναντήσεις την υπόλοιπη οικογένειά σου» είπε και πάτησε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο που κρατούσε και από τα μεγάφωνα η συλλογική κότα άρχισε να μετρά αντίστροφα: «20, 19, 18…» Ο διαβολικός γέρος είχε καταφέρει να κάνει τις κότες να μετρούν αντίστροφα για τον ίδιο τους το θάνατο. «Ώρα να την κάνω τώρα» είπε και κινήθηκε προς την έξοδο.

Όμως ο Ντικ, έχει καταφέρει, άγνωστο πως, να ξεκλειδώσει το κλουβί του. Ανοίγει την πόρτα και επιχειρεί με ένα σάλτο να πιάσει τον Κωσταρέλλο˙ όμως, καθώς τα πόδια του έχουν ατροφήσει από την πολύ«ήμερη» ακινησία, δεν υπακούν στην εντολή του με αποτέλεσμα να σωριαστεί δύο εκατοστά παραπέρα, χτυπώντας άσχημα τα δόντια του σε μία ταΐστρα˙ καταφέρνει ωστόσο, μαζεύοντας όλη τη δύναμη της ψυχής, σκεπτόμενος όλα τα χαστούκια της ζωής, όλες τις ματαιώσεις και όλες τις ελπίδες του, κοντολογίς συγκεντρώνοντας με υπερπροσπάθεια όλο του το είναι στα ατροφικά ποδαράκια του, καταφέρνει να σηκωθεί!

12…11…10

Ο Ντικ χοροπηδά μερικά μέτρα και προλαβαίνει τον Κωσταρέλλο και του καταφέρνει μία πισώπλατη φάπα στον χοντρό ζαρωμένο σβέρκο του˙ ο Κωσταρέλλος γυρίζει έκπληκτος ˙ τα μάτια του γυαλίζουν και ο Ντικ νομίζει πως βλέπει τη φιδίσια γλώσσα του να συρίζει…9…8...προσπαθεί να του πάρει το τηλεχειριστήριο από τα χέρια, όμως ο γέρος του μπήγει τα νύχια στο μάγουλο, τον φτύνει στο πρόσωπο και τον σπρώχνει μακριά...7…6…ταυτόχρονα με την αντίστροφη μέτρηση, από τα μεγάφωνα ακούγεται και ένα πανδαιμόνιο από παράσιτα και κακαρίσματα˙ ο Ντικ σκουπίζει την χλέπα από τα μάτια και τα ούλα του και ξαναρίχνεται στη μάχη˙ αρπάζει το δεξί χέρι του Κωσταρέλλου που κρατά το τηλεχειριστήριο και ο γέρος του δαγκώνει τον καρπό με τα πανίσχυρα ψεύτικα δόντια του...5…4…όμως ο Ντικ του καταφέρνει με το άλλο χέρι ένα δυνατό μπουκέτο στη ρυτιδιασμένη χουντόφατσά του και το τηλεχειριστήριο εκτινάσσεται και προσγειώνεται στο τσιμεντένιο πάτωμα...3…2…ορμούν και οι δύο, όμως ο Ντικ είναι πιο γρήγορος και καταφέρνει να πατήσει το μεγάλο κόκκινο κουμπί και να σταματήσει την αντίστροφη μέτρηση κυριολεκτικά μεταξύ 1 και 0!

Έπειτα γυρνά και σπρώχνει τον αφρίζοντα Κωσταρέλλο, ο οποίος παραπατά, χάνει την ισορροπία του και πέφτει με ορμή με και αυτός με τα δόντια σε ένα τσιμεντένιο σκαλοπάτι…με το στόμα γεμάτο αίμα, ο χουντόγερος σηκώνεται και βγάζει από το εσωτερικό της καπαρντίνας του ένα περίστροφο και σημαδεύει τον Ντικ. Εμφανίζονται τότε πεταρίζοντας 40 κότες˙ ο Κωσταρέλλος για μία στιγμή τα χάνει, ξαναγυρνά όμως προς τον Ντικ και πυροβολεί πετυχαίνοντας τον στο ατροφικό του ποδαράκι˙ ένα σύντομο τσίριγμα σκίζει τον μεγάλο άδειο χώρο˙ ο Κωσταρέλλος αμέσως σημαδεύει ψηλότερα, μα πριν προλάβει να ξαναπατήσει τη σκανδάλη οι κότες εφορμούν συντονισμένα, ρίχνοντάς του το όπλο από το χέρι˙ με εκδικητική μανία που μόνο χρόνια αδικίας μπορούν να συσσωρεύσουν, οι κότες τσιμπούν τον Κωσταρέλλο σε κάθε εκατοστό του σώματός του˙ σε δευτερόλεπτα ο Κωσταρέλλος θυμίζει μισοτελειωμένο πίνακα αφηρημένου εξπρεσιονισμού.       

        

18. Πούλοκ

Αποκαμωμένος αλλά ανακουφισμένος, ο Ντικ κάθεται ανακούρκουδα στο πάτωμα και ανάβει ένα τσιγάρο. Γύρω του οι κότες, που χωρίς τον ειδικό υπολογιστή-συνθεσάιζερ μοιάζουν σαν οποιεσδήποτε κότες, κακαρίζουν τσιμπολογώντας τα απομεινάρια του Κωσταρέλλου. Ο Ντικ θυμάται τη μάνα και τον αδερφό του, τον άμοιρο πατέρα του, το όμορφο παιδικό όνειρο των γονιών του, τη μικρή Εδέμ που θέλησαν για την οικογένειά τους˙ και την φρικτή κατάληξη που είχαν όλα. Βουρκώνει και ένα δάκρυ μουσκεύει και σβήνει το τσιγάρο του.

Θυμάται τη γιαγιά ενός συμμαθητή του να διηγείται πως δεν ξανάφαγε κοτόπουλο από τότε που είδε να κόβουν το λαρύγγι μιας κότας στο χωριό˙ σκέφτεται πως και αυτός πλέον έχει αρκετούς λόγους για να μην ξαναφάει κοτόπουλο˙ κοιτάζει τις κότες γύρω του με νεογέννητη, βαθιά συμπάθεια, νοιώθοντας πως τον έχουν συγχωρήσει˙ τις συγχωρεί και αυτός.

Σιγά σιγά να την κάνουμε από εδώ λέει από μέσα του, καθώς σκέφτεται με λαχτάρα το διαμέρισμά του στην πολύβουη Αχαρνών. Είναι άνοιξη˙ σκέφτεται τις παρέες στους δρόμους και τις άγνωστες ιστορίες των ανθρώπων, τις νέον επιγραφές που φωσφορίζουν το σούρουπο, την κρύα μπύρα, τα κορίτσια με τα κοντά και τις νεραντζιές που ανθίζουν χαρίζοντας το μαγικό τους άρωμα στην Αθήνα. Συνειδητοποιεί πως η ζωή τελικά δεν είναι τόσο χάλια, και πως στο χέρι του είναι να…μα πριν ολοκληρώσει αυτή τη σκέψη, η περιφερειακή του όραση πιάνει φευγαλέα ένα μαύρο πλάσμα, σαν κότα στο ύψος τρομερά κοντού άντρα, να έρχεται κατά πάνω του περνώντας καταστροφικά μέσα από τις υπόλοιπες κότες˙ εφτά δευτερόλεπτα αργότερα, ο πίνακας αφηρημένου εξπρεσιονισμού είναι πια ολοκληρωμένος και μία μαύρη σκιά χάνεται με ταχύτητα στο γαλανό ουρανό της Αττικής.