Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Πρώτη μέρα διακοπών




“Κόβουμε τα νύχια μας ή πλενόμαστε
νομίζοντας πως κερδάμε το θάνατο
μα είν’ η παρτίδα μισερή˙
είν’ η παρτίδα μισερή






Είμαι ένας άνδρας μόνος. Τόσο μόνος. Κάθομαι μόνος σε μια ξαπλώστρα κάτω από μια ομπρέλα στην παραλία. Έπρεπε να πληρώσω και για τις δύο ξαπλώστρες της ομπρέλας και έτσι πλήρωσα, σύνολο 5 ευρώ, για να κάθομαι μόνος.

Κοιτάζω τον κόσμο γύρω και μόνο εγώ είμαι μόνος. Κάνω μια γύρα και λέω σε όποιον περνώ μπροστά του: “Περιμένω ένα φίλο”. Εντάξει, δε το λέω.

Η ελαττωματική ξαπλώστρα μου έκλεισε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού. Το τράβηξα αμέσως, το ακούμπησα στην κρύα μπύρα που μόλις είχε έρθει και γλίτωσα τα χειρότερα. Σκέφτηκα να ζήταγα και πάγο αλλά δε ζητώ, και καλύτερα δηλαδή, δεν χρειαζόταν. Ούτε που με πονάει τώρα, 20 λεπτά μετά. Το νυχάκι φοβήθηκα, μη μαυρίσει ή –Χριστουλάκο μου- βγει. Αλλά αρκετά με αυτό – όπως είπα, είμαι μια χαρά. Είχα άγιο.

Για τη θάλασσα σας είπα; Έχει πολύ αέρα, μεγάλα συνεχόμενα κύματα και πολύ φύκι στα ρηχά. Ακόμα δεν έχω μπει. Δεν κολυμπάει και κανένας εδώ που τα λέμε.

Σχετικά με την ιστορία με το δαχτυλάκι που λέγαμε πριν, όταν ακόμα αμφιταλαντευόμουν σχετικά με το ζήτημα του πάγου, πήγα να το βουτήξω στα ρηχά. Σκύβοντας, η μέση μου έκανε ένα γελοίο, πρωτοφανές πετάρισμα που ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε λουμπάγκο. Ο φύλακας άγγελός μου ήταν και πάλι εκεί. Κι άσε τους άλλους να γελάνε επειδή έπεσα. 

Το μεγάλο μπουκάλι Άλφα τελειώνει και σύντομα το κατούρημα – δεδομένου ότι δεν είναι για κολύμπι- θα αποτελέσει πρόκληση. Δεν πειράζει, μου αρέσουν οι προκλήσεις. Μιας και περιμένω εδώ το Γιάννη (αλήθεια) που θα με φιλοξενήσει και θα έρθει σε 4 ώρες, στις 19.30, έχω έρθει στην παραλία κατευθείαν από το καράβι με όλα μου τα πράγματα. Κάτω από την ομπρέλα, που πλέον ρίχνει τη σκιά της αλλού για αλλού, είναι και το βαλιτσάκι μου, με τα ροδάκια του βυθισμένα στην άμμο. Από το κακά κλεισμένο φερμουάρ ο αέρας βάζει άμμο στα πλυμένα και διπλωμένα ρούχα.

Αμ το άλλο; Τί συνέβη στο ταξί που με έφερε από τον Εύδηλο στη Μεσακτή; Άλλο πάλι και τούτο! Το πήρα μαζί με δύο κοπέλες με τατουάζ που είχα δει και πέρσι εδώ, με γυναίκα οδηγό, που ξηγήθηκε καλά με την τιμή στο τέλος. Δε μίλησα σχεδόν καθόλου και η απόπειρά μου για ένα μικρό χιουμοράκι επιδείνωσε την αμηχανία. Περνώντας λοιπόν από μια επιγραφή που έλεγε “Ικαρία Ελευθέρα Πολιτεία 1912-2012” είπα στην ταξιτζή, με αχνή, ουδέτερη φωνή: “Εσείς τελικά δεν κάνατε το δημοψήφισμα…μετά το Brexit, να είχαμε και την Ικαρία”. Η ταξιτζής είπε ένα ξερό “όχι” και άλλη κουβέντα πάνω στο ζήτημα, ή σε οποιοδήποτε άλλο, δεν ειπώθηκε για τα επόμενα 10 ντροπιαστικά λεπτά. Οι κοπέλες που κάθονταν πίσω ψιθύριζαν κεφάτα, ενώ εγώ συγκέντρωνα τις δυνάμεις μου στο να μην έχω γελοίο ύφος καθώς κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο.

Μου φαίνεται θα πάω να βουτήξω, να κατουρήσω κιόλας. Κι άλλωστε, πότε κανένας δε μετάνιωσε μια βουτιά.

Μέσα στη θάλασσα ήπια νερό και έσκισα το δάχτυλο του ποδιού. Βγαίνοντας μια ριπή ανέμου γέμισε με άμμο την πλάτη και το πρόσωπό μου. Μόλις βολεύτηκα -με χίλιες δυσκολίες- στην ξαπλώστρα κατάλαβα ότι ο ήλιος με χτυπά κατευθείαν στο πρόσωπο, όμως εγώ δεν είχα πια τη δύναμη να μετακινηθώ προς τη σκιά. Όπως στην αρχή του Stardust Memories, όπου ο Woody Allen βρίσκεται στο λάθος, ζοφερό βαγόνι ενώ στο διπλανό διασκεδάζουν και η Σάρον Στόουν πίνει σαμπάνια, έτσι κάθονται στις διπλανές ξαπλώστρες ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Βέλγων και μια παρέα από χοντρές 40άρες Ελληνίδες, η αρχηγός των οποίων λέει με αδικαιολόγητη ένταση και έμφαση μηδέν ιστορίες, όπως πόσο κίνηση είχε κάπου το Πάσχα. Στις ξαπλώστρες του επόμενου beach bar, που βρίσκεται κάπου 140 μέτρα μακριά, είναι όλο κοριτσάκια.


Δε βαριέσαι, το ίδιο κάνει, αρκεί να μη με πιάσει πάλι κατούρημα.