Τρίτη 24 Απριλίου 2018

La baquette








Έρωτας

Συνήθως δεν βγαίνουμε το μεσημέρι για καφέ, αλλά εκείνη τη μέρα βγήκαμε. Συνήθως βγαίνουμε το βράδυ, περνάμε από διάφορα μπαρ, και επιλέγουμε σε ποιο θα κάτσουμε με αποκλειστικό κριτήριο αν έχει “κοπέλες”. Με τον φίλο μου τον Ιππόλυτο, τα γούστα μας συμπίπτουν. Έτσι λοιπόν μπαίνοντας σε ένα μπαρ ή θα μας αρέσει και στους δύο (=θα παίζουν “κοπέλες”) ή θα κοντοσταθούμε για μισό λεπτό, κάνοντας ότι ψάχνουμε για κάποιον που –γαμώτι- δεν είναι εκεί, και θα φύγουμε. Ή θα “χτυπήσει” το κινητό και πάλι θα πρέπει να φύγουμε.

Βγήκαμε για καφέ λοιπόν το μεσημέρι στα Εξάρχεια, χειμώνας με ψιλόβροχο, και αφού περάσαμε από διάφορα καφέ όπου δεν κάτσαμε (ισχύει ό, τι και για τα μπαρ), αρχίσαμε να πεινάμε. Το φαί είναι πάντα το καταφύγιο μιας αποτυχημένης γκομενο-βόλτας. Και συγκεκριμένα τα άγραφα. Περνάμε από ένα μαγαζί που δεν είχαμε ξανακάτσει ποτέ, από αυτά που έχουν μπαγκέτες και προσούτο και φρέσκα υλικά και ‘pasta of the day’ και espresso, και τσακ!...αποφασίζουμε να κάτσουμε. Ένα ωραίο φρέσκο σαντουιτσάκι κερδίζει αμέσως τη σύγκριση με τη λαδίλα των αγράφων, και επίσης εκεί πίνεις και καφέ. Α, και ξέχασα να πω ότι φαινόταν από αυτά τα μαγαζιά όπου νέες κοπέλες που δουλεύουν σε κάποιο κοντινό γραφείο θα περάσουν να πάρουν μια υγιεινή σαλάτα ή μια μπαγκέτα ολικής άλεσης.      

Την ερωτευτήκαμε σχεδόν αμέσως. Αλήθεια δεν θυμάμαι αν την είχαμε δει πριν μπούμε (και για αυτό μπήκαμε) ή είχαμε δει κάποια άλλη. Ήταν η σερβιτόρα του μαγαζιού, ήταν ξανθιά, όμορφη, και επίσης φαινόταν καλό και γλυκό κορίτσι, ενώ ήταν και σέξυ: άγγελος. Πάθαμε ζημιά και οι δύο. Κοιταζόμασταν, χαμογελούσαμε και ξεφυσούσαμε. Ήταν έρωτας, και αυτό το καταλαβαίνεις όταν δεν θέλεις να τον παίξεις, ή, άμα τον παίξεις μαζί της, στο μυαλό σου σκέφτεσαι να της χαμογελάς, να λέτε μια τσαχπινιά και να σε αγκαλιάζει.

Πηγαινοερχόταν με την ποδιά της, και σε κάποιο σημείο –το είδαμε και οι δύο ξεκάθαρα- σιγοτραγούδησε το κομμάτι που έπαιζαν τα ηχεία του μαγαζιού. Ήταν το ‘cause everybody hurtsometimes’. Δεν κάνω πλάκα. Εκεί μας τελείωσε.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή δούλευε, οπότε τι μπορείς να κάνεις, ούτε να πολυκοιτάς πρέπει, ούτε να πιάσεις κουβέντα γίνεται – και δεν είμαστε από αυτούς τους αξιοθαύμαστους τύπους που φλερτάρουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Έτσι λοιπόν απλά ξεφυσούσαμε, και ο καθένας είχε στο μυαλό του την επόμενη φορά (αύριο) που θα ξαναπήγαινε εκεί μόνος του. Κάθε φορά που μας γέμιζε το νερό, ή μας άδειαζε το τασάκι, εγώ χαμογέλαγα μέχρι τα αυτιά και της έλεγα ευχαριστούμε πολύ.  

Όπως συμβαίνει πάντα όταν είσαι μαζί με ένα φίλο σου στον ίδιο χώρο που βρίσκεται και ο έρωτας που σου μαγκώνει το στομάχι, έτσι και τότε συνέχεια λέγαμε αστεία και γελάγαμε περισσότερο από το κανονικό. Ήμασταν συμπαθέστατοι, και αυτό πιστεύω νόμιζε και αυτή. Όταν αποδεχτήκαμε ότι δουλειά τώρα δε θα γίνει, αποφασίσαμε να πληρώσουμε. Ενώ είχαμε τα λεφτά ακριβώς, είπα να δώσω 50ρικο, για να μας φέρει και ρέστα και να την απολαύσουμε σε ένα ακόμα πέρα-δώθε.

Όμως στη σκέψη ότι θα συμβούν όλα αυτά (θα τη φωνάξω να πληρώσω – θα έρθει – θα πω τι χρωστάμε – θα πάρει από το τραπέζι την απόδειξη και θα τη διαβάσει – θα δώσω τα λεφτά – θα πάει στο ταμείο – θα φέρει ρέστα – θα πω ευχαριστώ) άρχισα να ιδρώνω. Ασυναίσθητα είχα τσαλακώσει σα μυξομάντιλο το 50ευρω μέσα στο χέρι μου. Ιππόλυτε, δεν μπορώ να το κάνω είπα. Η πλάκα είναι ότι καθώς το έλεγα αυτό, ένιωσα σαν να βγαίνω από το σώμα μου, να υπερίπταμαι και να με κοιτάω από ψηλά να το λέω αυτό. Επίσης παρατήρησα ότι ο υπάλληλος που έφτιαχνε τα σάντουιτς πίσω από τον πάγκο είχε κεφάλι σκίουρου και με κοιτούσε επίμονα – το ίδιο επίμονα είχε σταματήσει και με κοιτούσε από το δρόμο μία ομάδα καθυστερημένων παιδιών με κουστούμια, και η μουσική είχε δυναμώσει πολύ, και έπαιζε τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Προκόφιεφ. Όταν είπα στον Ιππόλυτο “ας αφήσουμε τα λεφτά στο τραπέζι και ας φύγουμε, σε παρακαλώ” η φωνή μου ακούστηκε ψιθυριστή, και ο Ιππόλυτος σύρισε σα φίδι. Τότε κατάλαβα ότι ο φίλος μου δεν είχε αυτιά, αλλά δέρμα και μαλλιά στη θέση τους.
Πετάχτηκα από το τραπέζι για να βγω έξω, αλλά με σταμάτησε ο πλαστικός μουσαμάς που είχε το μαγαζί για να κλείνει τον εξωτερικό χώρο με τα τραπεζάκια. Κλαίγοντας, προσπάθησα να σκίσω το μουσαμά, αγνοώντας επίμονα την πόρτα που ήταν ακριβώς δίπλα. Κατάφερα να ανοίξω μία τρύπα και να πεταχτώ έξω, και έπεσα πάνω σε ένα αυτοκίνητο που περνούσε. Αυτό φρέναρε, και στο πίσω μέρος του καρφώθηκε ένα μηχανάκι, ο αναβάτης του οποίου εκσφενδονίστηκε και πέρασε μέσα από τη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Παίρνω όρκο ότι ο άτυχος μοτοσικλετιστής ήταν ο Κάσπαρ Χάουζερ.

Ο έρωτάς μου στο μεταξύ είχε βγει έξω. Ήταν γυμνή, τα καταγάλανα υγρά της μάτια με κοιτούσαν με λατρεία, τραγουδούσε έναν ύμνο στην αγάπη, με συγκαλυμμένες αναφορές για το πώς της αρέσει να την παίρνουν πολλοί άντρες μαζί, και το τραγούδι της ήταν αληθινό. Φύσηξε τότε ένας γλυκός νοτιάς, που κουβαλούσε ιστορίες ανθρώπων της ανατολής, και μελαγχολικά τσιγγάνικα βιολιά μπλέχτηκαν με μια βροχή από γιασεμί και ανθούς πορτοκαλιάς.  


Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Με όχημα μα και με σκοπό τον έρωτα, ο Τάσσος Σώντερς μας παίρνει από το χέρι στην άνιση μάχη ενάντια στη λήθη για να μας οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Δύο φαινομενικά ίδιοι μονόλογοι και μια κοινή αλήθεια σκιαγραφούν δύο διαφορετικούς κόσμους με ερμηνείες που καθηλώνουν κατά την ύπατη στιγμή του τραγικού βιώματος.