Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Ιπποκράτης Πλέριος - Ο Μεγάλος Λαϊκός Σατιρικός





Ιπποκράτης Πλέριος



Η είδηση πως ο Ιούλιος Πτιμπέρ 'τοιμάζει καινούριο CD-ROM με ολοκαίνουρια τραγούδια ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, όπως άλλωστε περιμέναμε. Δεν είναι εκεί το θέμα. Ο Πτιμπέρ, στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, δήλωσε πως στην καινούρια συλλογή τραγουδιών του θα συγκαταλέγεται και ένα μελοποιημένο ποίημα του Ιπποκράτη Πλέριου, το καλύτερο του ίσως, το σκωπτικό “Η γριά παντρολογιέται (χιούμορ)”.



Η γριά παντρολογιέται (χιούμορ)


Η γριά παντρολογιέται
με έναν νεαρό
δεν έχει πολλά τα χρόνια της
μονάχα…εκατό!

Φτου της να μην εβασκαθεί
θέλει λέει να…αποκατασταθεί
βαρέθηκε η καημένη στο σπίτι μοναχή
Ε μωρέ γριά! Τρελάθηκες για παριστάνεις την τρελή;

Μνηστήρες λες σε θέλουνε πολλοί˙
που τους βρήκες μωρή γριά;
Σκάβοντας τη γη;
Ε, με το συμπάθιο δηλαδή!

Και τι σεντόνι θ’ απλώσεις
την πρώτη τη νυχτιά;
Ποια απόδειξη αγνότητας
για το χωριό, τη γειτονιά;

Αίμα θα ‘χει άραγε το άσπρο το λινό
ή μαύρο θα’ ναι
βουτηγμένο μέσα στο…
…βρε αι στο καλό!

Τρελόγρια σύνελθε
ξέχνα την παντρειά
όπως το πας θα ντύνεσαι
σε λίγο με…φασκιά!

Γελάει το χωριό
κοροϊδεύει η γειτονιά
με τη γεροξεκούτω την παστρικιά
βοήθα μας Χριστέ, βοήθα Παναγιά!


Ποιος είναι όμως ο Ιπποκράτης Πλέριος (πραγματικό όνομα: Γόγος Μποσκορνιός), που αν και μετράει ήδη 78 χρόνια ζωής, το όνομά του μόλις τώρα αρχίζει να ακούγεται στα γράμματα, παρόλο που η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 2001;

Γεννημένος το 1938 στο Μικροχέστι Βοιωτίας από γονείς χαζούς, ο μικρός Ιπποκράτης θα αποτελέσει σύντομα ένα παιδί που ξεχωρίζει στο χωριό, κυρίως με το πόσο Καραγκιόζη παρακολουθεί. Παρακολουθεί Καραγκιόζη συνέχεια. Τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του η οικογένειά του τρώει μόνο τυρί, και έτσι ο Ιπποκράτης αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό για την πρωτεύουσα. Ένα βράδυ, παίρνοντας μαζί του τα μοναδικά του υπάρχοντα (λίγο γάλα στη χούφτα και ένα ταψί), ξεκινά με τα πόδια το μεγάλο ταξίδι. Ύστερα από 15 βασανιστικά μερόνυχτα τα φώτα της πόλης αρχίζουν να αχνοφαίνονται και ο Ιπποκράτης, παλληκαράκι πια, εγκαθίσταται στα βόρεια προάστια, σε ένα συμπαθητικό σπιτάκι που χτίζει μόνος του. Θα χρειαστεί να περάσουν 20 χρόνια ακόμα για να συνειδητοποιήσει πως στην πραγματικότητα δεν έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα αλλά στο Καπανδρίτι Αττικής. “Εσύ θα το καταλάβαινες;” συνήθιζε να αντιλέγει στους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν σαν τρελλοί.

Πολιτικά, έχει οργανωθεί ήδη από το 1963 στην 'Ενωση Κέντρου, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει τίποτα. Στη χούντα, εκδίδει για πρώτη φορά τοπική εφημερίδα, μέσα από την οποία στηλιτεύει τα πάθη του ελληνικού λαού. Είναι αυτή ακριβώς η ταραγμένη περίοδος όπου, μέσα από τα πύρινα άρθρα του, δεν σταματά να κάνει έκκληση σε όλες τις πλευρές να συνεννοηθούν πάνω στο κοινό καλό. Μέσα στο 1972, θα ιδρύσει άλλη μία τοπική εφημερίδα, στην οποία θα αρθρογραφεί συστηματικά. Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει η στήλη του “Γιατί... έτσι τα βλέπω εγώ!”, όπου κάθε μέρα, βάζει στόχο κάποιον μεγαλόσχημο της πολιτικής ζωής και του τα χώνει κανονικά. Η μεγάλη επιτυχία της στήλης οφειλόταν στον τρόπο που τελείωνε τα κείμενά του. Έλεγε ας πούμε κάτι, ό,τι να 'ναι, και στο τέλος έλεγε “Γιατί... έτσι τα βλέπω εγώ!”. Τέλος πάντων, άμα το διάβαζες ήταν πιο αστείο.

Στη μεταπολίτευση, θα μετακομίσει στη Νέα Πεντέλη και θα παντρευτεί, ενώ παράλληλα θα αρχίσει και μαθήματα μπουζουκιού, χωρίς αποτέλεσμα. Στην καινούρια του αυτή φάση, θα προχωρήσει στην έκδοση τοπικής εφημερίδας (“Ο Πεντελεύς”) στην οποία θα αρθρογραφεί συστηματικά. Είναι αυτή η περίοδος που ξεκινά τη στήλη “Κύριε Πρωθυπουργέ!”, όπου κάθε μήνα θέτει από ένα καυτό ερώτημα στον εκάστοτε πρωθυπουργό, κυρίως σχετικό με την κατάντια του κράτους και την παιδεία. Όσοι έτυχε να διαβάσουν αυτές τις επιστολές έχουν να λένε ότι ήταν επιστολές – γροθιά στις αποχαυνωμένες συνειδήσεις.

Το 1981 το ΠαΣοΚ κερδίζει τις εκλογές και ο Πλέριος εκδίδει άλλη μια τοπική εφημερίδα.

Το 1984, μέσα από μιά ακόμα εκδοτική του προσπάθεια, κάνει αίσθηση με τη στήλη του “Ενώσω ο λαός εκοιμώτο...” όπου τα κείμενά του αρχίζουν πλέον να αποκτούν το χαρακτήρα χρονογραφήματος, χωρίς φυσικά να στερούνται κοινωνικοπολιτικής κριτικής. Είναι η περίοδος που αρχίζει και λέει στους φίλους του ότι έχει γίνει επικίνδυνος για το αριστερό σύστημα διακυβέρνησης. “Θα φταίει”, λέει, “που δεν τους αφήνω σε χλωρό κλαρί. Κι εσείς, φευγάτε από κοντά μου, μη σας βάλουν και σας στο μάτι”. Θορυβημένοι οι συντοπίτες του, πείθουν τη γυναίκα του να τον πάει στον ψυχίατρο. Δεν θα χρειαστεί όμως, γιατί την άνοιξη του 1988, γεννιέται η κόρη του, Αντινόη. Ο Ιπποκράτης γνωρίζει για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του ευτυχία και γαλήνη και σκαρώνει το πρώτο του ποίημα, που αλλοίμονο, δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς, καθώς ακόμα και τώρα δεν μπορεί να θυμηθεί πού το έχει βάλει. Μέχρι το τέλος του '88 θα εκδώσει δύο ακόμα τοπικές εφημερίδες.

Στα μέσα της δεκαετίας του '90, τα λεφτά είναι παντού, “αρκεί να είσαι ξύπνιος”, όπως λέει χαρακτηριστικά στους φίλους του, ενώ την ίδια στιγμή χάνει όλη την περιουσία του στο χρηματιστήριο. Αυτό όμως δεν τον σταματά από το να παρέχει καλλιτεχνική εκπαίδευση στην Αντινόη, την οποία γράφει στο τοπικό Ωδείο, αρμόνιο (μένουν Παλλήνη πλέον, αφού το σπίτι τους στην Πεντέλη, αν και στη βουνοπλαγιά, μυστηριωδώς πλημμύρισε ανεπανόρθωτα). Εδώ στην καινούρια πόλη, ο Ιπποκράτης Πλέριος συνειδητοποιεί το μέγεθος της ευθύνης που είναι η πατρότητα. Μετά από μια ντροπιαστική τελετουργική βραδιά, που η οικογένειά του ακόμα κάνει πως δεν θυμάται, αποφασίζει ότι θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σ' αυτό το παιδί, αυτό το κορίτσι, αυτή τη γυναίκα. Έτσι, από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να φορά επί μονίμου βάσεως δημοσιογραφικό γιλέκο και να κάνει τον έξυπνο στο φουαγιέ του ωδείου, δεύτερο σπίτι του από κείνη τη μέρα,  φιλοσοφώντας σε ένα κοινό από βαριεστημένους γονείς. Εξάλλου, φροντίζει να παίρνουν όλοι τους τεύχη της καινούριας του τοπικής εφημερίδας “Ο Παλληνίτης”, ενώ και τα σταντ μέσα στους χώρους του ωδείου βοηθούν.

Τότε είναι που αρχίζει την λεγόμενη Τριπλή Πρόκλησή του. Για τα επόμενα 15 χρόνια, έως δηλαδή και σήμερα γράφει μανιωδώς ποίηση. Τα ποιήματά του θίγουν ζητήματα που άλλοι καλλιτέχνες κάνουν πως δεν τα βλέπουν, από συμφέρον δηλαδή. Όπως: ομοφυλοφιλία, κρατικοδίαιτοι, ο καθηγητής Λιαντίνης, το ποδόσφαιρο, αεροψεκασμός, οι Τούρκοι κ.α. Το 2001 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: “Για ένα κομμάτι συκώτι”. Τα ποιήματα του είναι σατιρικά, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, την ίδια στιγμή όμως αφήνουν μια πικρή γεύση αυτοκριτικής στον αναγνώστη. Ακολουθεί το 2009 η συλλογή “Για δύο κομμάτια συκώτι”. Εδώ πλέον, “τον τόνο δίνει ο εσωτερικός ψίθυρος”, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου, δήλωση που σαν αποτέλεσμα έχει τρεις μήνες στο Δαφνί μετά από εισαγγελική παραγγελία. Εφέτος επανήλθε με ένα ποίημα για τον Αλέξη Τσίπρα, ποίημα που δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα του, φυσικά..



Αλεξάκο Τσίπρα μου

Αλεξάκο Τσίπρα μου
μ ’ακούς μωρέ λιγάκι;
Για έλα να στα πω ένα χεράκι!
Όπως Ρωμιός τα λέει σε Ρωμιό.

Σε πίστεψα σε ψήφισα
να αλλάξεις την κοινωνία
μα εσύ κολεγιά έπιασες
με του Ράιχ τα θηρία, μασκαρά.

Θα σκίσεις είπες τα μνημόνια
να πάρει μπρος η οικονομία
μα συ χαλκά μας πέρασες
και στεναχώρεσες και την Εκκλησία, τί σου φταιξε;

Μαζέφτε τους μωρέ παιδιά
κάνουνε διπλά σαγόνια
τον Έλληνα σταυρώνουνε
στου Μαξίμου τα σαλόνια, αλλά έννοια τους.

Αλεξάκο Τσίπρα μου
έλα και λογικέψου
είσαι κι απ’ την Άρτα τρομάρα σου
τη νόννα και το πάππο σκέψου

Και το μικρό κοπέλι σου
τον Τσίπρα τον Ερνέστο
στα μάτια κοίτα το, και πες το:

«Θα πάψω να’ μαι μασκαράς
άθεος και αληταράς
και στο εφεξής το πιο καλύτερο
θα κάνω για την Ελλάς».


Ο Ομπάμα
Παράλληλα, αρχίζει να καταπιάνεται με τη ζωγραφική. “Παλιά αγαπημένη από τα χρόνια στο Καπανδρίτι” είπε και άρχισε να κουνάει το χαρτί πάνω σε ένα ειδικά στερεωμένο πινέλο χωρίς χρώμα, ενώ σύζυγος και κόρη εγκατέλειπαν το δωμάτιο για να μη βλέπουν. Τα έργα του παρουσιάστηκαν στο δεύτερο συμπόσιο τέχνης και πολιτισμού της κοινότητας Πουλής, στα Μεσόγεια, αλλά και στο ειδικό λεύκωμα του συλλόγου “Ο Κόρνος”, στο Κορωπί. Ειδικά για το έργο του “Ο Ομπάμα”, έχει αποστείλει ειδική πρόσκληση στον Αμερικανό πρόεδρο να έρθει να το παραλάβει, αν και μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν έχει ακουστεί να έγινε.




Μυστικό
Λιονταρίνος

Επίσης, στο ίδιο διάστημα θα εκδώσει άλλες 12 τοπικές εφημερίδες, παραμένοντας σημαίνων παράγοντας της πόλης. Θα ευτυχήσει σε όλα αυτά τα χρόνια να γνωρίσει την αληθινή επικοινωνία με τους συμπολίτες του, τόσο στο δρόμο όσο και στο Ωδείο, όπου δυστυχώς ακόμα σπουδάζει η κόρη του αρμόνιο. Εδώ και τρία χρόνια πεθαίνει από καρκίνο στο σπίτι του στην Παλλήνη, χωρίς φυσικά να εγκαταλείπει την οξυδερκή ματιά στα πράγματα.



Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Πρώτη μέρα διακοπών




“Κόβουμε τα νύχια μας ή πλενόμαστε
νομίζοντας πως κερδάμε το θάνατο
μα είν’ η παρτίδα μισερή˙
είν’ η παρτίδα μισερή






Είμαι ένας άνδρας μόνος. Τόσο μόνος. Κάθομαι μόνος σε μια ξαπλώστρα κάτω από μια ομπρέλα στην παραλία. Έπρεπε να πληρώσω και για τις δύο ξαπλώστρες της ομπρέλας και έτσι πλήρωσα, σύνολο 5 ευρώ, για να κάθομαι μόνος.

Κοιτάζω τον κόσμο γύρω και μόνο εγώ είμαι μόνος. Κάνω μια γύρα και λέω σε όποιον περνώ μπροστά του: “Περιμένω ένα φίλο”. Εντάξει, δε το λέω.

Η ελαττωματική ξαπλώστρα μου έκλεισε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού. Το τράβηξα αμέσως, το ακούμπησα στην κρύα μπύρα που μόλις είχε έρθει και γλίτωσα τα χειρότερα. Σκέφτηκα να ζήταγα και πάγο αλλά δε ζητώ, και καλύτερα δηλαδή, δεν χρειαζόταν. Ούτε που με πονάει τώρα, 20 λεπτά μετά. Το νυχάκι φοβήθηκα, μη μαυρίσει ή –Χριστουλάκο μου- βγει. Αλλά αρκετά με αυτό – όπως είπα, είμαι μια χαρά. Είχα άγιο.

Για τη θάλασσα σας είπα; Έχει πολύ αέρα, μεγάλα συνεχόμενα κύματα και πολύ φύκι στα ρηχά. Ακόμα δεν έχω μπει. Δεν κολυμπάει και κανένας εδώ που τα λέμε.

Σχετικά με την ιστορία με το δαχτυλάκι που λέγαμε πριν, όταν ακόμα αμφιταλαντευόμουν σχετικά με το ζήτημα του πάγου, πήγα να το βουτήξω στα ρηχά. Σκύβοντας, η μέση μου έκανε ένα γελοίο, πρωτοφανές πετάρισμα που ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε λουμπάγκο. Ο φύλακας άγγελός μου ήταν και πάλι εκεί. Κι άσε τους άλλους να γελάνε επειδή έπεσα. 

Το μεγάλο μπουκάλι Άλφα τελειώνει και σύντομα το κατούρημα – δεδομένου ότι δεν είναι για κολύμπι- θα αποτελέσει πρόκληση. Δεν πειράζει, μου αρέσουν οι προκλήσεις. Μιας και περιμένω εδώ το Γιάννη (αλήθεια) που θα με φιλοξενήσει και θα έρθει σε 4 ώρες, στις 19.30, έχω έρθει στην παραλία κατευθείαν από το καράβι με όλα μου τα πράγματα. Κάτω από την ομπρέλα, που πλέον ρίχνει τη σκιά της αλλού για αλλού, είναι και το βαλιτσάκι μου, με τα ροδάκια του βυθισμένα στην άμμο. Από το κακά κλεισμένο φερμουάρ ο αέρας βάζει άμμο στα πλυμένα και διπλωμένα ρούχα.

Αμ το άλλο; Τί συνέβη στο ταξί που με έφερε από τον Εύδηλο στη Μεσακτή; Άλλο πάλι και τούτο! Το πήρα μαζί με δύο κοπέλες με τατουάζ που είχα δει και πέρσι εδώ, με γυναίκα οδηγό, που ξηγήθηκε καλά με την τιμή στο τέλος. Δε μίλησα σχεδόν καθόλου και η απόπειρά μου για ένα μικρό χιουμοράκι επιδείνωσε την αμηχανία. Περνώντας λοιπόν από μια επιγραφή που έλεγε “Ικαρία Ελευθέρα Πολιτεία 1912-2012” είπα στην ταξιτζή, με αχνή, ουδέτερη φωνή: “Εσείς τελικά δεν κάνατε το δημοψήφισμα…μετά το Brexit, να είχαμε και την Ικαρία”. Η ταξιτζής είπε ένα ξερό “όχι” και άλλη κουβέντα πάνω στο ζήτημα, ή σε οποιοδήποτε άλλο, δεν ειπώθηκε για τα επόμενα 10 ντροπιαστικά λεπτά. Οι κοπέλες που κάθονταν πίσω ψιθύριζαν κεφάτα, ενώ εγώ συγκέντρωνα τις δυνάμεις μου στο να μην έχω γελοίο ύφος καθώς κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο.

Μου φαίνεται θα πάω να βουτήξω, να κατουρήσω κιόλας. Κι άλλωστε, πότε κανένας δε μετάνιωσε μια βουτιά.

Μέσα στη θάλασσα ήπια νερό και έσκισα το δάχτυλο του ποδιού. Βγαίνοντας μια ριπή ανέμου γέμισε με άμμο την πλάτη και το πρόσωπό μου. Μόλις βολεύτηκα -με χίλιες δυσκολίες- στην ξαπλώστρα κατάλαβα ότι ο ήλιος με χτυπά κατευθείαν στο πρόσωπο, όμως εγώ δεν είχα πια τη δύναμη να μετακινηθώ προς τη σκιά. Όπως στην αρχή του Stardust Memories, όπου ο Woody Allen βρίσκεται στο λάθος, ζοφερό βαγόνι ενώ στο διπλανό διασκεδάζουν και η Σάρον Στόουν πίνει σαμπάνια, έτσι κάθονται στις διπλανές ξαπλώστρες ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Βέλγων και μια παρέα από χοντρές 40άρες Ελληνίδες, η αρχηγός των οποίων λέει με αδικαιολόγητη ένταση και έμφαση μηδέν ιστορίες, όπως πόσο κίνηση είχε κάπου το Πάσχα. Στις ξαπλώστρες του επόμενου beach bar, που βρίσκεται κάπου 140 μέτρα μακριά, είναι όλο κοριτσάκια.


Δε βαριέσαι, το ίδιο κάνει, αρκεί να μη με πιάσει πάλι κατούρημα. 



Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ο άγνωστος 20ός αιώνας του John Conrat


Γιορτάζουμε σήμερα την συμπλήρωση 115 χρόνων από την γέννηση του μεγάλου ευπατρίδη, φιλέλληνα και αστυνομικού John Conrat (1901-2000). Γεννημένος από διαφορετικούς γονείς στο borough του Staten Island της Νέας Υόρκης, με καταγωγή από τα Χανιά της Κρήτης, ο Conrat υπήρξε από τα επιδραστικότερα, αν και παραγνωρισμένα, πνεύματα του 20ου αιώνα, αφήνοντας τη σφραγίδα του σε όλες σχεδόν τις γνωστές τέχνες – αλλά και σε μερικές άγνωστες. Σε αυτό το μίνι αφιέρωμα θα αναφερθούμε σε κάποιες από τις στιγμές που καταδεικνύουν το μέγεθος της συμβολής του σε μια σειρά από πρακτικές που σήμερα θεωρούμε δεδομένες.


John Conrat, Αθήνα 1935


Γεννιέται κουφός, ωστόσο η ακοή του σταδιακά αποκαθίσταται. Σε βρεφική ακόμα ηλικία κατακτά την τέχνη της παντομίμας και από την κούνια διασκεδάζει οικογένεια και φίλο του παππού με νούμερα όπως «ο τροχονόμος», «μαέστρος», «τρεις φίλοι», «εμμονές» και «Βηρυτός»  (ας προσέξουμε εδώ την κλιμακωτή εξέλιξη των έργων σε πολυπλοκότητα). Σε ηλικία δύο ετών απορρίπτει την παντομίμα και σταματά τις παραστάσεις - για να επανέλθει σε αυτή στα μέσα της ζωής του.

Σε ηλικία τεσσάρων ετών εντυπωσιάζει τους πάντες στο νηπιαγωγείο εισάγοντας μία μεικτή τεχνική που συνδυάζει τέμπερα, μαρκαδόρο, μολύβι, τροφή και απορρίμματα. Τα έργα του, αν και στερούνται άμεσα αντιληπτού νοήματος, έχουν αδιαμφισβήτητη αισθητική δύναμη, νεύουν προς μιαν άλλη ποιότητα, ταράζουν βεβαιότητες και εν τέλει συγκροτούν το «Frühkunst» όπως θα ονομαστεί αργότερα το νέο αυτό ρεύμα. Δυστυχώς δε σώζεται κάποιο έργο.  

Κυψέλη, 1933
Παρ’ ότι η φωτογραφία είχε εφευρεθεί σχεδόν έναν αιώνα πριν, ο 20χρονος Conrat παρατηρεί το 1921 ότι όλες οι φωτογραφίες δείχνουν είτε ανθρώπους, είτε ζώα, είτε έπιπλα, είτε τοπία. Πουθενά γιαούρτη! Τόνοι γιαούρτης παράγονται και καταναλώνονται κάθε χρόνο (όχι ακόμα τυποποιημένης), αλλά τη φωτογραφημένη διαούρτη λες και την απαγορεύει κάποιο αόρατο χέρι. Μοιράζεται την παρατήρησή του με τον φίλο της μητέρας του Brassai, ο οποίος και του υπόσχεται να φωτογραφήσει γιαούρτη το συντομότερο δυνατό. Σήμερα οι φωτογραφίες γιαούρτης θεωρούνται δεδομένες.   

Η ανάπτυξη της φωτογραφίας στις αρχές του 20ου αιώνα έχει στρέψει τη ζωγραφική από τον νατουραλισμό σε άλλα ρεύματα, ενώ οι πρωτοπορίες, αρνούμενες το παλιό ανοίγουν συνεχώς νέους ρηξικέλευθους δρόμους. Ωστόσο κανείς δε ζωγραφίζει γιαούρτη, παρατηρεί ο 21χρονος John Conrat και βάζει την πρώτη πινελιά. Σήμερα ποιος θα έπαιρνε στα σοβαρά κάποιον (άλλο) αν έλεγε ότι «ζωγραφισμένη γιαούρτη δεν υπάρχει»;
Φωτογραφημένος από το νάνο Σόλωνα,
Ακροπόλ Παλάς, 1936


Οι καινοτόμες ιδέες του Conrat για την φωτογραφία δεν σταματούν εδώ. «Θα με γελούν τα μάτια μου» αναφωνεί έκπληκτος στις 12 Φεβρουαρίου του 1936 κοιτάζοντας μία φωτογραφία που είναι αυτός και μερικά ξαδέρφια του. «Λάθος! Όλες οι φωτογραφίες είναι λάθος! Μόνο εγώ το βλέπω; Δείχνουν τα πάντα ασπρόμαυρα, ενώ ο πραγματικός κόσμος, τα άλογα, τα τραπέζια, κ.ο.κ. έχουν χρώματα». Ο ίδιος θα φωτογραφηθεί έγχρωμα από το νάνο Σόλωνα. Η ιδέα βρίσκει δραματική απήχηση, με τις επόμενες δεκαετίες να ανήκουν στην έγχρωμη φωτογραφία. Σήμερα, η ασπρόμαυρη φωτογραφία χρησιμοποιείται μόνο για «καλλιτεχνικούς λόγους», από «άποψη». Το 1937 ο Conrat ανακοινώνει με ένα μεγάλο λυρικό ποίημα την απόφασή του να μην ξαναφωγραφηθεί.

Τρεις και πλέον αιώνες έχουν συμπληρωθεί από την πρεμιέρα της πρώτης όπερας στην Ιταλία των τελών του 16ου αιώνα. Η όπερα αποτελεί το διαμάντι στο στέμμα της Δυτικής μουσικής παράδοσης, το οποίο έχουν υπηρετήσει δημιουργοί όπως ο Μότσαρτ, ο Βάγκνερ και ο Πουτσίνι, όμως το κοινό είναι αναγκασμένο να παρακολουθεί τις –συχνά πολύωρες- παραστάσεις όρθιο. «Αυτό μπορεί να λυθεί με την τοποθέτηση καθισμάτων στα θέατρα» σκέφτεται ο Conrat ένα ζεστό απόγευμα του 1927˙ σήμερα σε όλες σχεδόν τις όπερες κάθονται˙ η «όπερα για όρθιους» φαντάζει ένας αλλόκοτος αναχρονισμός.

Ο Conrat θεωρούσε ότι η κλασσική θεατρική σκηνή περιορίζει κατά πολύ τις αφηγηματικές δυνατότητες των έργων – δεν μπορούσε π.χ. να χωρέσει δύο στρατούς που μάχονται στις κυματιστές πεδιάδες της Αγγλίας. Μόνο πολύ αργότερα, και μετά την μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του Λίλου του, θα συλλάβει και θα μπορέσει να κατασκευάσει τη «Νέα Σκηνή», μία μακρόστενη θεατρική σκηνή με το διπλάσιο σχεδόν εμβαδό. Η επαναστατική για την εποχή καινοτομία θα μεταμορφώσει την θεατρική τέχνη, η οποία ελεύθερη πλέον από τους παλιούς χωρικούς περιορισμούς μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερους ηθοποιούς και σκηνικά και κατ’ επέκταση να εκφράσει ανώτερες και ευγενέστερες ιδέες.

Ο Conrat 17 χρονών στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου

Θεωρείται ο πατέρας της μικρογλυπτικής. Έβρισκε άχαρα και ογκώδη τα γλυπτά που κοσμούσαν τα σαλόνια και τα μουσεία σύγχρονης τέχνης των ημερών του. Στην αρχή στράφηκε για έμπνευση προς την κλασσική αρχαιότητα, μόνο για να ανακαλύψει εκεί μεγαλύτερα, και όχι μικρότερα -όπως ήλπιζε- γλυπτά. Δεν το έβαλε κάτω, και παρά τη γενική δυσπιστία (που έφτανε στα όρια της ανοιχτής χλεύης - χαρακτηριστικός είναι ο λίβελος του Aristide Maillol), κατασκεύασε το πρώτο πολύ μικρό γλυπτό. Έπειτα, ένα ακόμα μικρότερο. Έπειτα άλλο ένα, πιο μικρό ακόμα! Σύντομα τα γλυπτά του έγιναν τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι˙ μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μια νέα τέχνη είχε γεννηθεί.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Conrat εφαρμόζει τις αρχές τη νέας αυτής τέχνης στον πάγο, κατασκευάζοντας το πρώτο πολύ μικρό γλυπτό από πάγο, το οποίο, σπάζοντας άλλο ένα ρεκόρ για την εποχή του, έγινε και το γλυπτό πάγου που έλιωσε γρηγορότερα. Το πολύ μικρό του μέγεθος (ας μην ξεχνάμε: αόρατο στο γυμνό μάτι), σε συνδυασμό με την ελάχιστη διάρκεια ζωής του, προσέδωσαν στους Διόσκουρους του Conrat  μυθικές διαστάσεις.

"Στον Conrat αποδίδεται και το ποίημα χωρίς ομοιοκαταληξία. Μία απλή ιδέα, που όμως δεν είχε σκεφτεί κανείς πριν από τον πάντα αντισυμβατικό Conrat".

Εθνική Βιβλιοθήκη, 1935
Δε θεωρούσε ασύμβατη την ιδιότητα του αστυνομικού με αυτή του καλλιτέχνη – και συχνά έφερε τον εαυτό του ως παράδειγμα («να, εγώ» έλεγε). Πηγαίνοντας μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, διατύπωσε τη θέση ότι «αν και κάθε αστυνομικός δεν είναι καλλιτέχνης, και ούτε κάθε καλλιτέχνης είναι αστυνομικός, αυτά τα δύο είναι φορές που έχουν σχέση, ωραιότατα». Ο Conrat, όπως τόσο τυπικά συμβαίνει σε ανθρώπους που υπερβαίνουν τις νόρμες της εποχής τους, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: Οι μεν συνάδελφοί του από το Σώμα τον κορόιδευαν για τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, οι δε φίλοι του από τους καλλιτεχνικούς κύκλους ντρέπονταν για το αστυνομικό του επάγγελμα («λειτούργημα» τους διόρθωνε). Το έργο του υπήρξε η καλύτερη απάντηση απέναντι σε αυτές τις προκαταλήψεις (τα «κουτάκια» όπως τις αποκαλούσε) και μιλάει μόνο του: Υπηρεσία (συλλογή ποιημάτων, 1952), Αισθητική του εγκλήματος (μονογραφία, 1955), Πάρε το εκατό καημένη (επιθεώρηση, 1987), Κλέφτες και αστυνόμοι (μικρογλυπτό, 1947), Ένοχη μικρή αγάπη (μικρογλυπτό σε πάγο, 1949), Βραδινή περίπολος/Διακρίβωση στοιχείων (θεατρικός μονόλογος, 1970), Σεσημασμένες (χορός, 1991), Έγκλημα και Τιμωρία (μεταφορά του κλασσικού μυθιστορήματος σε παντομίμα, 1951), Γόμωση και Αναγόμωση (παντομίμα, 1952).  

Ο Conrat μας άφησε και έναν μεγάλο αριθμό από ευρεσιτεχνίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το αστείο που γελάει, το διπλό βιβλίο (δύο βιβλία, το ένα μετά το άλλο, με κοινό δέσιμο στην πλάτη), το τριπλό βιβλίο,  ο καθρέφτης Ντόναλντ (σε δείχνει Ντόναλντ), το τυροκομικό κιτ τσέπης και δύο πρωτότυπα μοντέρνα νεανικά χτενίσματα (τα «σπορτ» και «μάβερικ»).


Νέα Υόρκη, άγνωστη χρονολογία
Στου Χάγιου, 1932-33
Ένα μυστήριο που βασάνισε τον Conrat σε όλη τη ζωή του, χωρίς τελικά να καταφέρει να το διαλευκάνει (κάτι που τον πλήγωνε και ως αστυνομικό) ήταν το γιατί το κοινό του κινηματογράφου γελούσε σε σημεία όπου δεν υπήρχε κάποιο αστείο. Λάτρης του κινηματογράφου ο ίδιος, δυσφορούσε και απορούσε για τον Άνθρωπο, όταν άκουγε σημαντικό μέρος του κοινού να ξεσπά σε γέλια σε σκηνές όπως αυτή: Στον επάνω όροφο του σπιτιού, ένα ζευγάρι τσακώνεται, αλλά η θυελλώδης ορμή μπλέκεται με το πάθος και το ζευγάρι ταυτόχρονα παλεύει και φιλιέται παράφορα. Μία ηλικιωμένη κυρία μπαίνει από την είσοδο στο ισόγειο, κοντοστέκεται και φωνάζει στις σκάλες με απορημένη φωνή «Είναι κανείς εδώ;». (γέλια)

Όταν ο Conrat μαθαίνει ότι του μένουν λιγότερες από δύο μέρες ζωής, βάζει στόχο να γράψει τα απομνημονεύματά του. «Φιλόδοξο» χαρακτηρίζεται το σχέδιο από τους επιβλέποντες ιατρούς, οι οποίοι και τον ρωτούν αν σίγουρα άκουσε καλά τι του είπαν. Αντί για απάντηση, ο Conrat κάνει ότι τον παίρνουν τηλέφωνο και βγαίνει βιαστικά από το θάλαμο, και κατόπιν από το νοσοκομείο. Θα κλειστεί στο δωμάτιό του (μέρος απαγορευμένο για τους γονείς του) με την αγαπημένη του γραφομηχανή για τις τελευταίες 48 πυρετικές του ώρες˙ σχολαστικός και τελειομανής, θα σπαταλήσει τις περισσότερες από αυτές στην οργάνωση του χώρου, τη ταξινόμηση των γραφικών υλών και τη δημιουργία ενός προσχέδιου-σκελετού. Συνειδητοποιώντας την ύστατη στιγμή ότι δεν προλαβαίνει να γράψει τα απομνημονεύματα του πολυκύμαντου βίου του όπως τα ήθελε, αποφασίζει στη θέση τους να γράψει ένα ποίημα. Παρατίθεται το κύκνειο άσμα του:

Πάει ο καιρός του τραγουδιού˙
και ο ήλιος στο πέλαγο λαμπυρίζει.
Όλα της ζήσης αγαπημένα
-όσα χάρηκα κι όσα μόνο ονειρεύτηκα-
μα κι όσα που ποτέ δεν άκουσα
με ζεσταίνετε, σας αγαπώ
και λύνω-
τους κάβους για ταξίδι στο άγνωστο˙
μα μάλλον στο τίποτα
-λέω κι ας μη συμφέρει.

Η τελευταία φωτογραφία του Conrat, 1937.