Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Για μία μπαστούνη τυρί






Η πορδή ήταν τόσο δυνατή που το σπίτι έπρεπε να βαφτεί από την αρχή. Δεκάδες -αν όχι χιλιάδες- κειμήλια από τις 4 γωνιές του πλανήτη, μαζεμένα μέσα από δεκαετίες περιπλανήσεων και επαφών με τους πιο απίθανους ανθρώπους, ήταν όλα τώρα άχρηστα.

Θα μπορούσαν βέβαια να καθαριστούν. Αστειεύομαι φυσικά. Ο θησαυρός του Παναγή ήταν όλος για πέταμα και το ήξερε από την πρώτη στιγμή. Μία αμφιλεγόμενη μπαστούνη τυρί διέγραφε την μέχρι σήμερα ζωή του και τον ανάγκαζε να ριχτεί άγραφο χαρτί σ’ ένα θαμπό, τρομακτικό μέλλον.
Όμως…από πού να πρωτοξεκινήσει; Τι να πρωτοκάνει; Πώς θα προκάνει; Τέτοια ερωτήματα εκφωνούνταν μέσα το κεφάλι του από έναν άγνωστο Πατρινό, και φοβήθηκε πως άρχισε να τρελαίνεται. «Τι θα κάν(ι)εις τώρα;», «Τι λ(ι)ύση θα δώκεις;» επαναλάμβανε μονότονα η φωνή, μέχρι που όλα γύρω του σκοτείνιασαν.

Κότες…κοτονερό...αχνιστό κοτονερό…βραστό πουλερικό. Η μυρωδιά της αραιωμένης κοτόσουπας ήταν η πρώτη αίσθηση που είχε ξυπνώντας. Η όραση επανήλθε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Βρίσκεται στο Αγλαΐα Κυριακού. Μα γιατί τον φέραν σε παιδικό νοσοκομείο; Μεγάλος σαματάς έξω στο διάδρομο, θόρυβοι από τρομερό φτερούγισμα, φιαλίδια που σπάνε και μεταλλικοί δίσκοι που κλαγκίζουν στο πάτωμα. Η πόρτα του θαλάμου ανοίγει βίαια, και μία κότα ντυμένη γιατρός συνοδευόμενη από δύο κότες νοσοκόμους πεταρίζουν ορμητικά κατά πάνω του. «Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό» προλαβαίνει να σκεφτεί πριν ξανασκοτεινιάσουν όλα.
 
Αυτή τη φορά ξύπνησε τρομερά εκνευρισμένος, καθώς μία μύγα περπατούσε στο κάτω χείλος του. Μόλις όμως άνοιξε τα μάτια του, ο εκνευρισμός του μεταμορφώθηκε σε αγαλλίαση, σε απόλυτη και ζεστή ευδαιμονία καθώς αναγνώριζε το τοπίο γύρω του. Είναι το πάνω μέρος του ποταμού Να στην Ικαρία, με τα πλατάνια και τα μικρά παραλιάκια του, τους στρογγυλούς βράχους και τις βάθρες του. Δίπλα του κοιμάται μία όμορφη κοπέλα με τατουάζ, είναι καλοκαίρι και ξέρει –νοιώθει- ότι είναι μέσα Ιούνη και θα περάσει άλλους δύο μήνες εκεί, μαζί της. Γυρνά να τη φιλήσει, όμως η κοπέλα είναι παγωμένη…όταν την πιάνει από τα μπράτσα της αυτά λεπταίνουν μέχρι που γίνονται λεπτά σα μακαρόνια, ένα εφιαλτικό τουμπερλέκι αρχίζει να παίζει πολύ γρήγορα κάπου πολύ κοντά, αρχίζει να κάνει κρύο και ξαφνικά καταλαβαίνει ότι τίποτα από όλα αυτά δε μπορεί να είναι αλήθεια, γιατί το happy place του, το πάνω μέρος του ποταμού Να, έχει καταστραφεί πριν χρόνια, δεν έχει μείνει πια ούτε ένα πλατάνι…στεναχώρια και ανησυχία σφίγγουν την καρδιά του, το κρύο δυναμώνει και τα πάντα σκοτεινιάζουν ξανά.

«Ελπίζω αυτή τη φορά να ξύπνησα στ’ αλήθεια» είναι η πρώτη του σκέψη ανοίγοντας τα μάτια του, καθώς ελευθερωνόταν από έναν εφιάλτη που διέστρεφε την πραγματικότητα υπό την μαγνητική επίδραση του δυστοπικού κτιρίου του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών στην οδό Δαφνομήλη.

Πράγματι, μία πρώτη ματιά γύρω δείχνει να συνηγορεί σε αυτό. Είναι νύχτα, το μέρος φαίνεται γνωστό, αν και όχι απολύτως. Μοιάζει πάντως φοβερά με την πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας και βρίσκεται φαινομενικά έτοιμος να διασχίσει τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, από τα Εξάρχεια προς το Γκύζη. Περιμένει να ανάψει το φανάρι για τους πεζούς, και βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν με ταχύτητα δεν είναι σίγουρος αν όλα αυτά είναι αλήθεια, καλύτερα όμως να περιμένει το πράσινο. Μέσα στα στενά του Γκύζη, οι πολυκατοικίες και τα μικρομάγαζα θυμίζουν έντονα την πραγματικότητα, αυτός όμως διατηρεί τις αμφιβολίες του. Στρίβοντας στο δρόμο του, πιάνει τις τσέπες του και βρίσκει –χωρίς να το περιμένει ή να το πιστεύει – τα κλειδιά του. Ανοίγει την πόρτα της πολυκατοικίας, και ανεβαίνει τις σκάλες προς τον τέταρτο (να μπει στο ασανσέρ ούτε λόγος). Οι τοίχοι όμως είναι κάπως γυρτοί και ο φωτισμός αφύσικος, και όταν έφτασε στον πρώτο όροφο και έριξε μια ματιά, ο διάδρομος ήταν σαν από εικονογράφηση τρομακτικού παραμυθιού, οι τοίχοι στένευαν προς το ταβάνι, οι πόρτες των διαμερισμάτων ήταν παλαιικές και στη θέση των φώτων κρέμονταν κεριά. «Μάλιστα» σκέφτηκε («ελπίζω να μην πετύχω κανένα γείτονα») και συνέχισε γρήγορα, χωρίς να πολυκοιτάει, ως τον τέταρτο. Τα ίδια και εδώ, ακολούθησε τον διάδρομο-κατακόμβη και έβαλε, χωρίς καμία εμπιστοσύνη, το κλειδί στην πόρτα του, αυτή άνοιξε, και μέσα αντίκρυσε κάτι που έμοιαζε τρομερά με το σπίτι του. Του έκανε φοβερή εντύπωση πως όλα τα πράματά του ήταν όπως ακριβώς ήταν στην αλήθεια, κάθε μικρό αντικείμενο, τα πεταμένα ρούχα, όλα ήταν χειροπιαστά  - παρότι αυτός σίγουρα ονειρεύεται. Παρά την προφανή παραδοξότητα, έχει μια κάποια αίσθηση του εαυτού του και μπορεί να τσιμπήσει ή να κοιτάξει το χέρι του. Ένα-δυο αγαπημένα κομμάτια στο YouTube βοηθάν να ξεκαθαρίσουν κάπως τα πράματα. Μα μισό λεπτό! Ο θησαυρός του μοιάζει άθικτος!

Το πέπλο εφιαλτικής παρωδίας που αγκάλιαζε το κάθε τι κάνει ένα κοφ! και εξαφανίζεται, καθώς εξανεμίζεται η επίδραση της βασκόνδης τυρί ή ό,τι διάτανος ήταν αυτό που έφαγε. Σε μία ξαφνική έκλαμψη συνειδητοποίησης βλέπει καθαρά πως δεν έχει χάσει τίποτα, καμία πορδή δεν έχει καταστρέψει τίποτα (πώς θα μπορούσε άλλωστε) και όλα είναι εκεί, τακτοποιημένα στο παρελθόν.
     
Τώρα χρειάζεται μια βόλτα στον καλοκαιρινό βραδινό αέρα. Τον παίρνει ένας φίλος του με μηχανάκι. Τί τύχη και αυτή η συνεννόηση. Η καρδιά χτυπάει πάλι δυνατά, αέρας γεμίζει τα πνευμόνια και ο κόσμος κυλάει μαζί με την άσφαλτο, μαύρος, σιωπηλός και ωραίος. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, η ονειροπόληση πυροδοτεί το βίωμα, καθ’ υπερβολή ενδεχομένως «ένα λευκό ιστιοφόρο εισέρχεται σε πρωτοϊδωμένους λιμένας ένα λαμπρό πρωινό» όπως λένε οι ποιητές, άγνωστα πολύβουα μαγαζιά σερβίρουν δυνατά ποτά, η μουσική σε ξεσηκώνει και τα «μάτια» των κοριτσιών τρυπάνε την καρδιά σου. 


2 σχόλια:

Φιλοκτήτης είπε...

Βασκόνδης κ μαλακίες όταν υπάρχει το λαβάς τυρί... (το γκούγκλαρα.... άστο)

Τελευταίως που ήμουν άρρωστος κ κούμπωνα ντεπόν ασταμάτητα, πήγα να κλάσω κ χέστηκα, όμως τόση παρενέργεια δε την είχα ούτε τότε θυμάμαι. Ευθύς αμέσως χαμήλωσαν τα άκρα των φρυδιών μου κ πήρα αυτήν την κλασσική έκφραση γαληνεμένου Αγίου ή απλώς κυνηγόσκυλου. Φωτοστέφανο δεν έβγαλα, ούτε κ σέλφι όμως για να είμαι κ σίγουρος. Πάντως ένιωσα μαλάκας. Οπότε; Δε ξέρω.

"Δε ξέρω αν το θυμήθηκες", αλλά υπήρχαν κάτι γαριδάκια τα φοφίκο τα λεγόμενα, αμέσως καλύτερα από τα "τι και τι", τα πίτσα. Ε μια φορά που είχα μαζέψει πολλά ρέστα από τα Καρέλια που με έστελνε ο μπάρμπας να του πάρω από το μπακάλη (έτρεχα πάντοτε για το μπακάλικο μικρός), είπα θα κάνω πάρτι. Πήρα πολλά πακέτα φοφίκο συν δρακουλίνι κ πακοτίνι κ γκαζόζα! Με τα ρέστα μου έδινε πάντα τσίχλες ο μπακάλης κ κονόμαγε αυτός κ γω δεν ήξερα ακόμη πώς να νιώσω ακριβώς. Πάντως επειδής μου αρένανε κ οι τσίχλες, τις έφαγα κ αυτές. (μπιγκλ μπαμπολ τις λέγανε εφτούνες)

Ένιωσα την πρώτη μου εξωσωματική εμπειρία αργότερα το απόγευμα του πάρτι, όταν ξεκάθαρα είδα έναν νέο τρομαγμένο να ιδρώνει στη λεκάνη της θείας της Καλής από το χωριό. Πόσο μου έμοιαζε. Δε ξέρω πώς γίνεται να είμαι εγω, γιατί κοιτάω από τα πίσω τη φάση (πίσω από το καζανάκι αλλά πιο μακριά, λείπει κ ο τοίχος). Φάτσα δεν είδα αλλά το μπλουζάκι αυτό το είχα μόνο εγώ κ ο Πέτρος από την Αθήνα που ήταν στην Αθήνα κ δεν είχε κατεβεί ακόμη στο χωριό. Άρα;;;

Πάντως από τότε έχω να φάω Λαβάς τυρί. Θυμήθηκα μετά ότι είχα τσακίσει κ ένα κουτί που βρήκα στο εσκιμό της θείας το πρωί, αυτό το κωλοτυρί τα έφταιγε όλα. Τα φοφίκο τα κόψανε αργότερα, δε μάθαμε γιατί πάντως αλλά μου λείπουνε αυτά κ οι μεθυστικές μυρουδιές εκεί γύρω στο Πάσχα. Της άνοιξης, του έρωτα, των παρτι με φοφίκο. Καλησπέρα

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο καλογραμμένο με ωραία θεματική και αισθητική. Μια σουρεαλιστική προσέγγιση καθημερνού βιώματος που μπορεί να καταλήξει σε φρενήρη τραγωδία. Ο λαός θα το λατρέψει ✊