Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

"Μπιλιμπόη" Part 4 του Ζαν Λυκ Κορμοράνου


Όσοι φίλοι δεν έχουν παρακολουθήσει το διήγημα "Μπιλιμπόη" από την αρχή, μπορούν να ξεκινήσουν από το Part 1 .


Ο Μπιλιμπόης κοντοστάθηκε σε ένα ψωριάρικο δέντρο λίγο έξω από το εγκατελειμένο υδραγωγείο. Το υδραγωγείο αυτό, αλλοτινό στολίδι του χωριού, είχε εγκαταλειφθεί μετά τον πόλεμο, όταν ο συμβολαιογράφος του χωριού, ο κύριος Πελτιέ, ανακάλυψε έντρομος ότι το νερό δεν ήταν καλό. Αφέθηκε να ερημώσει, και μυριάδες θρύλοι άρχιζαν να το στοιχειώνουν – με πιο χαρακτηριστικό, και συνάμα πιο τρομακτικό, αυτόν που ψιθύριζαν στα κρυφά οι γριές της πόλης: ότι ένα μυστήριο κοντό πλάσμα, γεμάτο τρίχες και με οξφορδιανή προφορά συνήθιζε κάθε πανσέληνο να απαγγέλει το Βασιλιά Ληρ ανάποδα, χορεύοντας κλακέτες.
Η θύμηση αυτού του παράξενου πλάσματος έφερε στο μυαλό του Μπιλιμπόη το πανηγύρι των τρελών που γινόταν στην κεντρική πλατεία της Σκατομπέρμπερης κάθε πρώτη Κυριακή του Μάη. Και τότε συνειδητοποίησε ότι σήμερα ήταν η πρώτη Κυριακή του Μάη. Τα μάτια του βούρκωσαν σαν θυμήθηκε τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή θεάματα του πανηγυριού.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια υπέμενε αυτόν το φρικτό εξευτελισμό στον οποίο τον υπέβαλε η κυρία Λόρντον, η διευθύντρια του οικοτροφείου όπου μεγάλωσε. Ήταν μια σκληρή και άκαμπτη γυναίκα, με χοντρά γυαλιά και ανατομικά τσόκαρα. Διεύθυνε με σιδηρά πυγμή το οικοτροφείο της Σκατομπέρμπερης και η σκληρότητά της είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην τρυφερή ψυχούλα του μικρού Μπιλιμπόη. Αυτή μαζί με τον Αλμπίνο ήταν οι δύο άνθρωποι που του είχαν προκαλέσει τον μεγαλύτερο πόνο. Την κυρία Λόρντον την είχε εκδικηθεί μόλις ενηλικιώθηκε – την σκότωσε με απανωτές φτυαριές στα μούτρα. Τώρα ήταν η σειρά του αλμπίνου.
Μαμά κοίτα! Είναι τόσο άσχημος! Και φαίνεται και τόσο χαζός! Κοίτα, κοίτα μαμά! Ε, παιδιά ελάτε να τον κλωτσήσουμε όλοι μαζί! Ο Μπιλιμπόης, 9 μόλις χρονών, κοιτάει το πάτωμα και κλαίει. Είναι αλυσοδεμένος από το πόδι σε μια ταμπέλα που γράφει “Άσχημος. Χαζός. Παίζει κιθάρα. Μην τον ταϊζετε”. Γύρω του έχει μαζευτεί πλήθος, παιδιά και μεγάλοι, κοιτάνε την καμπούρα του και του σφυρίζουν. Παίξε κιθάρα τέρας! Παίξε! Κάποιος του ρίχνει μια ροχάλα η οποία τον πετυχαίνει στο στόμα. Τα παιδιά ξεκαρδίζονται. Αυτός κλαίει και όσο κλαίει τόσο αυτοί γελάνε. Τα δάχτυλά του τρέμουν, προσπαθεί να παίξει μια συγχορδία στην κιθάρα, μα ο ήχος είναι φρικτός, κάποιος του πετάει πέτρα, ο Μπιλιμπόης σωριάζεται, ακούει το πλήθος να γελάει, ξαφνικά όλα σκοτεινιάζουν.
Όρμησε γεμάτος μανία στα στενά σοκάκια του χωριού. Τα ξύλα αναπηδούσαν στη ράχη του, όμως αυτός δεν ένιωθε πόνο. Έτρεχε και έκλαιγε – έτρεχε να συναντήσει το πεπρωμένο του.
Συνεχίζεται...
Διάβασε το Part 5 του αγαπημένου μας "Μπίλιμποη"

Δεν υπάρχουν σχόλια: