15αύγουστος. Αθήνα. Μόνος.
Μόνος;
Οι ερωτευμένοι δεν είναι ποτέ μόνοι. Κι εγώ έχω την κουκλάρα μου.
Η κουκλάρα της μεσογείου. Έτσι τη λέω εγώ την Αθήνα. Όχι όμως την όποια και όποια Αθήνα. Όχι την κάθε Αθήνα, την Αθήνα του καθενός. Όχι-όχι φίλε μου. Για την άλλη Αθήνα μιλάω. Τη δικιά μου Αθήνα. Με πιάνεις;
Η κουκλάρα μου λιάζεται, επιτέλους ήσυχη απ’ τους παρείσακτους - τους παρείσακτους φραπέλληνες, τους κατ’ ευφημισμόν ‘αθηναίους’. Αυτοί δεν ξέρουν τα κάλλη της. Μύωπες - κοιτούν μα δε βλέπουν.
Εισπνέουν αλλά δεν μυρίζουν.
Περπατάν κι όμως –για κοίτα τους!- δε παν ρούπι.
Και έτσι η κουκλάρα μου περιμένει να φύγουν για να αποκαλύψει, ανοιχτοχέρα ξελογιάστρα, τις μυρουδιές της.
Ρουφάω τον ελληνικό μου στον καφενέ της Ρούμπαινας. Και τι καφές...αγίασμα.
Ο κυρ-Μένιος ο Κιθάμπουρας περνά με τη λατέρνα του. Βγάζει το γαρύφαλλο που’ χει χρόνια στερεωμένο στο αυτί και μου το προσφέρει. Το φέρνω στα ρουθούνια μου και αφήνομαι.
Η γειτoύνισσα απέναντι ανοίγει το παραθύρι της για να ποτίσει το βασιλικό στο περβάζι.
Καλημέρα Αθήνα!
Κλαίω.